δύσδαμαρ

From LSJ
Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσδᾰμαρ Medium diacritics: δύσδαμαρ Low diacritics: δύσδαμαρ Capitals: ΔΥΣΔΑΜΑΡ
Transliteration A: dýsdamar Transliteration B: dysdamar Transliteration C: dysdamar Beta Code: du/sdamar

English (LSJ)

αρτος, ὁ, ἡ,

   A ill-wedded, A.Ag.1319.

German (Pape)

[Seite 677] αρτος, ἡ, durch die Gattin unglücklich, Aesch. Ag. 1292.

Greek (Liddell-Scott)

δύσδᾰμαρ: αρτος, ὁ, ἡ, ἀτυχὴς ἐκ τῆς γυναικός του, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1319.

French (Bailly abrégé)

αρτος;
adj. m.
malheureux par sa femme.
Étymologie: δυσ-, δάμαρ.

Greek Monolingual

δύσδαμαρ(-ρτος), ο (Α)
αυτός που έχει κακή σύζυγο, που ατύχησε στον γάμο του.

Greek Monotonic

δύσδᾰμαρ: -αρτος, ὁ, ἡ, ατυχής στη σύζυγο, αυτός που ατύχησε στο γάμο του, κακοπαντρεμένος, σε Αισχύλ.