σχαλίς

From LSJ
Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχᾰλίς Medium diacritics: σχαλίς Low diacritics: σχαλίς Capitals: ΣΧΑΛΙΣ
Transliteration A: schalís Transliteration B: schalis Transliteration C: schalis Beta Code: sxali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A forked stick used as a prop for nets, etc., X.Cyn.2.8 (σταλ- codd.), 6.7, Poll.5.19,31 sq.; θέντες ἀμίστυλλον ταῦρον ἐπὶ σχαλίδων cj. in Call.Aet.Fr.7.35 P.; cf. στάλιξ.

German (Pape)

[Seite 1053] ίδος, ἡ, eigtl. eine einschenklige Leiter, davon das lat. scala; gew. eine gabelförmige Stütze, eine hölzerne Gabel, die als Stütze unter aufgerichtete Netze gestellt ward, wie σταλίς; auch eine zweizinkige Hacke, Xen. Cyn. 6, 7; vgl. Poll. 5, 31.

Greek (Liddell-Scott)

σχᾰλίς: -ίδος, ἡ, «στάλικες δὲ καὶ σχαλίδες καὶ σχαλιδώματα ξύλα ὀρθά, ἐξ ἄκρου διττά, ἱστάμενα μὲν κατὰ τῆς γῆς, τοῖς δὲ δίκροις ἀνέχοντα τοῦς δικτύων βρόχους τε καὶ περιδρόμους» Πολυδ. Ε΄, 32· σχαλίδες τῶν ἀρκύων τὸ μῆκος δέκα παλαιστῶν Ξεν. Κυν. 2, 8., 6, 7. (διάφ. γραφ. σταλίς).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
pieu fourchu pour soutenir des filets de chasse.
Étymologie: σχεῖν, peu convainquant selon Chantraine.

Greek Monotonic

σχᾰλίς: -ίδος, ἡ, ξύλινο κοντάρι με απόληξη δικράνας για τη στήριξη των κυνηγετικών διχτυών, σε Ξεν.