εἴρη

From LSJ
Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴρη Medium diacritics: εἴρη Low diacritics: είρη Capitals: ΕΙΡΗ
Transliteration A: eírē Transliteration B: eirē Transliteration C: eiri Beta Code: ei)/rh

English (LSJ)

(A), ἡ, (εἴρω 'speak') old Ion.,

   A = ἀγορά or ἐκκλησία, a place of assembly, εἰράων προπάροιθε καθήμενοι Il.18.531 (cf. Sch. ad loc. and EM483.3); ἐπιμίσγεται . . εἴρας ἐς ἀθανάτων Hes.Th.804 (Herm. for εἰρέας): expld. by Hsch. as = ἐρώτησις, φήμη, κληδών (also written ἰρά, ἱρά, by Gramm., cf. Apollon.Lex., EM475.12, Suid.).
εἴρη (B), ἡ,

   A v. εἶρις: also, = ἶρις, rainbow, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

εἴρη: ἡ, (εἴρω, λέγω) Ἰων. ἀρχαία λέξις, ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὴν κοινὴν λέξιν ἀγορὰ ἢ ἐκκλησία, τόπος συναθροίσεως, εἰράων προπάροιθε καθήμενοι Ἰλ. Σ. 531 (ἴδε Σχόλ. καὶ Μ. Ἐτυμολ. 483. 3)· ἐν Ἡσ. Θ. 804, ἐπιμίσγεται... εἰρέας ἀθανάτων, ἐξ ὀνομαστ. εἰρέα· ἀλλ’ ὁ Ruhnk. διώρθωσεν εἴραις ἔχων ὑπ’ ὄψει τὸν Ὅμηρον καὶ τοὺς κανόνας τῆς συντάξεως.

French (Bailly abrégé)

1ης (ἡ) :
gén. pl. épq. εἰράων;
lieu d’assemblée ; assemblée.
Étymologie: εἴρω².

Spanish (DGE)

v. εἴρα.

Greek Monolingual

εἴρη και εἰρέα, η (Α)
αγορά, εκκλησία, τόπος συνελεύσεως.

Greek Monotonic

εἴρη: ἡ (εἴρω Β), Ιων. αντί ἀγορά, χώρος συνέλευσης, συγκέντρωσης, Επικ. γεν. πληθ. εἰράων, σε Ομήρ. Ιλ.