κεραμεία

From LSJ
Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμεία Medium diacritics: κεραμεία Low diacritics: κεραμεία Capitals: ΚΕΡΑΜΕΙΑ
Transliteration A: kerameía Transliteration B: kerameia Transliteration C: kerameia Beta Code: keramei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the potter's craft, Pl.Prt.324e: prov., ἐν πίθῳ τὴν κ. μανθάνειν, of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art, Id.Grg.514e, cf.La.187b, Dicaearch. Hist.51; τῆς αὐτῆς κ., of the same make, Eratosth. ap. Ath.11.482b.

German (Pape)

[Seite 1419] ἡ, Töpferei, Töpferkunst; Plat. Prot. 324 e; ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν, sprichwörtlich: die Sache beim verkehrten Ende anfangen, Gorg. 514 e, vgl. Schol.; ἦσαν δὲ καὶ οὗτοι οἱ κότυλοι τῆς αὐτῆς κεραμείας Ath. XI, 482 b.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμεία: ἡ, κεραμουργία, ἡ τέχνη ἢ τὸ ἔργον τοῦ κεραμέως, Πλατ. Πρωτ. 324C· παροιμ., ἐν πίθῳ τὴν κερ. μανθάνειν, ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τὰ δυσκολώτατα πρὶν ἢ μάθωσι τὰ ἁπλούστατα τῆς τέχνης στοιχεῖα, Πλάτ. Γοργ. 514Ε, πρβλ. Λάχ. 187Β, ἴδε Παροιμιογρ. σ. 46, 294· τῆς αὐτῆς κ., τῆς αὐτῆς κατασκευῆς, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 483Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
art du potier.
Étymologie: κεραμεύς.

Greek Monolingual

κεραμεία, ἡ (Α) κεραμεύς
1. η τέχνη του κεραμέα, η κεραμευτική («οὐ τεκτονική, οὐδὲ χαλκεία οὐδὲ κεραμεία», Πλάτ.)
2. παροιμ. «ἐν τῇ πίθῳ τὴν κεραμείαν ἐπιχειρεῑν μανθάνειν», δηλ. προσπαθεί να μάθει την τέχνη της κεραμευτικής και αρχίζει από την κατασκευή πιθαριών
λεγόταν γι' αυτούς που προσπαθούν να μάθουν τα δυσκολότερα πριν μάθουν τα στοιχειώδη.

Greek Monotonic

κερᾰμεία: ἡ (κεραμεύς), κεραμική τέχνη ή επιδεξιότητα, σε Πλάτ.