τορέω

From LSJ
Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορέω Medium diacritics: τορέω Low diacritics: τορέω Capitals: ΤΟΡΕΩ
Transliteration A: toréō Transliteration B: toreō Transliteration C: toreo Beta Code: tore/w

English (LSJ)

the pres. only in Hsch. (except that ἀντιτοροῦντα occurs in h.Merc.283): fut. -ήσω (ἀντι-) ib.178: aor. 1 part.

   A τορήσας Sardis7(1) No.83, (ἀντι-) Il. 10.267: aor. 2 ἔτορον Il. (v. infr.); redupl. τετορήσας h.Merc. 119, cf. Hsch. s. vv. τέτορεν, τετόρῃ:—Pass., pf. τετόρημαι Nonn. (v. infr.): (τόρος):—bore, pierce, ἔτορε ζωστῆρα Il.11.236; τορήσας, v. supr.:— Pass., σπλάγχνα . . τετορημένα χαλκῷ Nonn.D.5.26; ἔγχεϊ ib.13.493.    2 metaph., proclaim in shrill piercing tones, irreg. fut. τετορήσω Ar.Pax381; cf. τορεύω 1, τορός.    II = τορνεύω, work, shape, χέλυν Arat.269, cf. AP9.162.

German (Pape)

[Seite 1130] ganz ungebr. Präs.; dazu aor. · ἔτορον, τορεῖν, durchbohren, durchstechen; ἔτορε ζωστῆρα, Il. 11, 236; auch aor. I. τορήσας, h. Merc. 119; Hesych. hat auch den aor. II. mit der Reduplikation, τετορεῖν, τρῶσαι erkl. – Uebertr. vom Ton, durchdringend ertönen lassen, laut und deutlich sagen, εἰ μὴ τετορήσω ταῦτα καὶ λακήσομαι, Ar. Pax 381. Vgl. τορός u. τορεύω.

Greek (Liddell-Scott)

τορέω: ὁ ἐνεστ. μόνον παρ’ Εὐστ. και Ἡσυχ. (πλὴν ὅτι ἀπαντᾷ ἀντιτορεῦντα ἐν τῷ Ὁμηρ. Ὕμνῳ εἰς Ἑρμ. 283)· μέλλ. -ήσω (ἀντι-) αὐτόθι 178· μετ’ ἀορ. α΄ τορήσας αὐτόθι 119, (ἀντ-) Ἰλ.· ἀόρ. β΄ ἔτορον Ἰλ., μετ’ ἀναδιπλασ. τετορεῖν Ἡσύχ. - Παθητ., πρκμ. τετόρημαι Νόνν.· (τόρος). Τρυπῶ, διατρυπῶ, ἔτορε ζωστῆρα Ἰλ. Λ. 236· τορήσας, ἴδε ἀνωτ. - Παθ., σπλάγχνα... τετορημένα χαλκῷ Νόνν. Δ. 5. 26· ἔγχεϊ ὁ αὐτ. 13. 493. 2) μεταφορ., διακηρύττω μετ’ ὀξείας καὶ διαπεραστικῆς φωνῆς, ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 381 ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἀνωμάλου μέλλ. τετορήσω, πρβλ. τορεύω Ι, τορός. ΙΙ. ὡς τὸ τορνεύω, ἐργάζομαι, σχηματίζω, χέλυν Ἄρατ. 269, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 162.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἔτορον;
percer, trouer.
Étymologie: τορός.

English (Autenrieth)

(cf. τείρω, τετράινω), aor. 2 ἔτορε: bore, pierce, Il. 11.236†.

Greek Monotonic

τορέω: μέλ. τορήσω, μτχ. αόρ. τορήσας, αόρ. βʹ ἔτορον (τόρος
I. 1. τρυπώ, διατρυπώ, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ., διακηρύττω με οξεία και διαπεραστική φωνή, σε αναδιπλ. μέλ. τετορήσω, σε Αριστοφ.· πρβλ. τορός.
II. όπως το τορνεύω, εργάζομαι, σχηματίζω, σε Ανθ.