σπανιότης
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
ητος, ἡ,= sq.,
A lack, γῆς Isoc.4.34, 132: pl., rarities, J.BJ7.5.5.
German (Pape)
[Seite 916] ητος, ἡ, = Folgdm; τῆς γῆς, Isocr. 4, 34.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰνιότης: -ητος, ἡ, = τῷ ἑπομ., ἔλλειψις, ὀλιγότης, γῆς Ἰσοκρ. 47C, 68A.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
rareté, insuffisance.
Étymologie: σπάνιος.
Greek Monotonic
σπᾰνιότης: -ητος, τό, = το επόμ., έλλειψη ενός πράγματος, σε Ισοκρ.