ἀντιβολία
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ἡ,
A an entreaty, prayer, Eup.317, Th.7.75.
German (Pape)
[Seite 250] ἡ, dasselbe, Eupol. Eust. 1406, 27; Thuc. 7, 75 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβολία: ἡ, δέησις, ἱκεσία, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 16, Θουκ. 7. 75.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prière, supplication.
Étymologie: ἀντιβολέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
súplica πρὸς γὰρ ἀντιβολίαν ... τραπόμενοι Th.7.75, cf. D.C.59.19.5
•petición, regateo κατ' ἀντιβολίαν δέκα τάλαντ' ἀπετεισάμην Eup.317.
Greek Monolingual
ἀντιβολία, η (Α) αντιβολώ. δέηση, ικεσία.
Greek Monotonic
ἀντιβολία: ἡ (ἀντιβολέω), ικεσία, προσευχή, παράκληση, σε Θουκ.