ἀντοφείλω

From LSJ
Revision as of 20:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντοφείλω Medium diacritics: ἀντοφείλω Low diacritics: αντοφείλω Capitals: ΑΝΤΟΦΕΙΛΩ
Transliteration A: antopheílō Transliteration B: antopheilō Transliteration C: antofeilo Beta Code: a)ntofei/lw

English (LSJ)

   A owe a good turn, to be indebted, Th.2.40.

German (Pape)

[Seite 265] dagegen, dafür schuldig sein, χάριν Thuc. 2, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντοφείλω: ὀφείλω χάριν, ὁ δ’ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ’ ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων, εἰξεύρων ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν οὐχὶ πρὸς χάριν, διὰ νὰ τῷ χρεωστῆται χάρις, ἀλλὰ πρὸς ἀπότισιν χρέους, Θουκ. 2. 40.

French (Bailly abrégé)

devoir à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, ὀφείλω.

Spanish (DGE)

deber un favor ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος Th.2.40.

Greek Monolingual

ἀντοφείλω (Α)
χρωστώ χάρη ή ευεργεσία
(«ὁ δ' ἀντοφείλων ἀμβλύτερος» — αυτός όμως που χρωστάει χάρη σε άλλον δεν είναι πολύ πρόθυμος στην ανταπόδοση της οφειλής του, Θουκυδ.).

Greek Monotonic

ἀντοφείλω: μέλ. -ήσω, χρωστώ σε κάποιον αντι-χάρη, σε Θουκ.