μέμψις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A blame, censure, μέμψιν δικαίαν μέμφομαι Ar.Pl.10; μ. ἐπιφέρειν τινί Id.Ra.1253 (lyr.); μ. λαβεῖν Men.576 (s. v. l.); ἔχειν μ. to incur blame, E.Heracl.974; φίλων μ. censure of them, S.Fr. 472: pl., censures, Pl.Lg.684d; complaints, Arist.EN1162b5. 2 ground of complaint, μ. οὔτιν' ἀνθρώποις ἔχων A.Pr.445, cf. S.Ph.1309.
German (Pape)
[Seite 130] ἡ, das Tadeln, der Tadel, Vorwurf; μέμψιν μέμφεσθαί τινι, Ar. Plut. 10; μέμψιν ἐποίσει τινί, Ran. 1253; Plat. Legg. III, 684 d u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
μέμψις: -εως, ἡ, μομφή, ἐπίπληξις, μέμψιν δικαίαν μέμφομαι Ἀριστοφ. Πλ. 10· μ. ἐπιφέρειν τινί ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1253· μ. λαβεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 50· ἔχειν μ., προκαλεῖν μομφήν, ψόγον, Εὐρ. Ἡρακλ. 974· - ἐν τῷ πληθ., μομφαί, Πλάτ. Νόμ. 684D· παράπονα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 2. 2) ἐνεργ., λόγος, βάσις παραπόνου ἢ μομφῆς, ἐπιθυμία πρὸς μομφήν, μ. οὔτιν’ ἀνθρώποις ἔχων Αἰσχύλ. Πρ. 445, πρβλ. Σοφ. Φ. 1309· φίλων μ., κατάκρισις αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 419. Πρβλ. μομφή.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 blâme, reproche;
2 sujet de plainte.
Étymologie: μέμφομαι.
Greek Monotonic
μέμψις: -εως, ἡ (μέμφομαι),·
1. κατηγορία, επίκριση, ψόγος, μέμψιν ἐπιφέρειν τινί, σε Αριστοφ.· ἔχειν μέμψιν, προκαλώ κατηγορία, σε Ευρ.
2. Ενεργ., αιτία για παράπονο, σε Αισχύλ., Σοφ.