ὑποσπανίζομαι
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
Pass., used by Trag. only in pf. part.,
A to be scant or stinted of, ὑπεσπανισμένοι βορᾶς A.Pers.489, cf. Ch.577. 2 of things, to be lacking, to be left undone, τί δ' ἐστὶ χρείας τῆσδ' ὑπεσπανισμένον (cf. χρεία 11.4) S.Aj.740. II Act. in signf. 1.1, Procop. Goth.2.20, 3.25; in signf. 1.2, Ph.2.64,73.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσπᾰνίζομαι: Παθητ., ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ., εὑρίσκομαι ἐν σπάνει πράγματός τινος, ὑπεσπανισμένους βορᾶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 489, πρβλ. Χο. 577. 2) ἐπὶ πραγμάτων, μένω ἀτέλεστον, τί δ’ ἔστι χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον) (πρβλ. χρεία ΙΙ. 4), Σοφ. Αἴ. 740. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς σημασ. 1 παρὰ Προκοπ., ἐπὶ δὲ τῆς σημασ. 2 παρὰ Φίλωνι.
French (Bailly abrégé)
commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; τί δ’ ἐστὶ χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s’aperçoit-on que cela fasse faute ?
Étymologie: ὑπό, σπανίζω.
Greek Monotonic
ὑποσπᾰνίζομαι: Παθ., μτχ. παρακ. ὑπεσπανισμένος, είμαι ανεπαρκής ή στερούμαι ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, είμαι λειψός, έχω μείνει ανεκτέλεστος, ατελείωτος, μισοτελειωμένος, σε Σοφ.