φρενοτέκτων

From LSJ
Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενοτέκτων Medium diacritics: φρενοτέκτων Low diacritics: φρενοτέκτων Capitals: ΦΡΕΝΟΤΕΚΤΩΝ
Transliteration A: phrenotéktōn Transliteration B: phrenotektōn Transliteration C: frenotekton Beta Code: frenote/ktwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A building with the mind, ingenious, Ar.Ra.820 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1304] ονος, mit dem Verstande aufbauend, bereitend, Ar. Ran. 820.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοτέκτων: -ον, ὁ ἐκ τῆς ἑαυτοῦ φρενὸς τεκταινόμενος καὶ συντιθείς, περὶ τοῦ Αἰσύλου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 820.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui construit avec son esprit, ingénieux, inventeur.
Étymologie: φρήν, τέκτων.

Greek Monolingual

-ον, Α
κωμ. (για τον Αισχύλο) αυτός που έχει επινοηθεί από το ίδιο του το μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + τέκτων (πρβλ. σιδηρο-τέκτων)].

Greek Monotonic

φρενοτέκτων: -ον, αυτός που δημιουργεί με το μυαλό, ιδιοφυής, σε Αριστοφ.