ἀποβλάστημα

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβλάστημα Medium diacritics: ἀποβλάστημα Low diacritics: αποβλάστημα Capitals: ΑΠΟΒΛΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: apoblástēma Transliteration B: apoblastēma Transliteration C: apovlastima Beta Code: a)pobla/sthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A shoot, Thphr. CP1.20.1: metaph., τὸ ἑαυτοῦ ἀ. πᾶς φιλεῖ Pl.Smp.208b.

German (Pape)

[Seite 297] τό, Sprößling, Abkömmling, Plat. Conv. 208 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβλάστημα: -ατος, τὸ, βλαστὸς, «βλαστάρι», Πλάτ. Συμπ. 208Β, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 21, 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pousse, rejeton.
Étymologie: ἀποβλαστάνω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
brotede una planta, Thphr.CP 1.20.1
fig. τὸ αὑτοῦ ἀποβλάστημα ... πᾶν τιμᾷ todo ser estima lo que es retoño de sí mismo Pl.Smp.208b
en anat. gener. de músculos y nervios, Gal.3.222, 227, 233, 243.

Greek Monolingual

το (Α ἀποβλάστημα)
νεοελλ.
1. πληθ. τα αποβλαστήματα (κατά τη θεωρία του Δαρβίνου) είναι αόρατα σωματίδια που παράγονται από τα σωματικά κύτταρα στα διάφορα όργανα, αποχωρίζονται απ' αυτά και συσσωρεύονται με ανάλογα σωματίδια στα γεννητικά κύτταρα
2. κύτταρα που συσσωματώνονται για να προφυλάσσονται τα σφουγγάρια απο δυσμενείς καιρικές συνθήκες
αρχ.
1. βλαστάρι, βλαστός
2. γόνος, τέκνο.

Greek Monotonic

ἀποβλάστημα: -ατος, τό, βλαστός, βλαστάρι, κλαδάκι, σε Πλάτ.