λαοπόρος

From LSJ
Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοπόρος Medium diacritics: λαοπόρος Low diacritics: λαοπόρος Capitals: ΛΑΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: laopóros Transliteration B: laoporos Transliteration C: laoporos Beta Code: laopo/ros

English (LSJ)

ον,

   A serving as a passage for the people, man-conveying, λ. μαχαναί a bridge, A.Pers.113 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοπόρος: -ον, χρησιμεύων πρὸς διάβασιν τοῦ λαοῦ, λαοπόροις μηχαναῖς, δηλ. γεφύραις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui procure le passage au peuple ou à l’armée.
Étymologie: λαός, πόρος.

Greek Monolingual

λαοπόρος, -ον (Α)
(για γέφυρα) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο λαός («λαοπόροις τε μηχαναῑς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. λαο- + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. θαλασσο-πόρος, οδοι-πόρος.

Greek Monotonic

λᾱοπόρος: -ον, αυτός που χρησιμεύει για διάβαση του λαού, κατασκευή που διευκολύνει τη διάβαση των ανθρώπων, λαοπόροι μηχαναί, δηλ. γέφυρες, σε Αισχύλ.