φυσίαμα
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ατος, τό,
A breathing hard, blowing, ῥέγκουσι δ' οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν A.Eu.53.
German (Pape)
[Seite 1317] τό, das Blasen, Schnauben, Hauchen, Aesch. Eum. 53.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσίᾱμα: τό, φύσημα δυνατὸν τῆς ἀναπνοῆς, ῥέγκουσι δ’ οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 53.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bruit d’une respiration forte.
Étymologie: φυσιάω.
Greek Monolingual
τὸ, Α φυσιῶ
δυνατό φύσημα, ρουθούνισμα.