ἱστουργός

From LSJ
Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστουργός Medium diacritics: ἱστουργός Low diacritics: ιστουργός Capitals: ΙΣΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: histourgós Transliteration B: histourgos Transliteration C: istourgos Beta Code: i(stouryo/s

English (LSJ)

ὁ or ἡ,

   A worker at the loom, weaver, PSI4.371.8 (iii B.C.), J.BJ1.24.3.

German (Pape)

[Seite 1271] am Webstuhl arbeitend, Schol. Theocr. 15, 80 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστουργός: ὁ ἢ ἡ, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὸν ἱστόν, ὑφαντουργός, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 3, Διον. Ἀλεξ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγλ. Προπ. 774Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui tisse, tisserand.
Étymologie: ἱστός, ἔργον.

Greek Monolingual

ἱστουργός, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο υφαντουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αμπελ-ουργός, ξυλ-ουργός).

Greek Monotonic

ἱστουργός: ὁ ή ἡ (*ἔργω), εργαζόμενος στον αργαλειό, υφαντουργός.