πανταχόσε

From LSJ
Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντᾰχόσε Medium diacritics: πανταχόσε Low diacritics: πανταχόσε Capitals: ΠΑΝΤΑΧΟΣΕ
Transliteration A: pantachóse Transliteration B: pantachose Transliteration C: pantachose Beta Code: pantaxo/se

English (LSJ)

Adv., = foreg., Th.7.42, Pl.R.540a, etc.; incorrectly for

   A πανταχοῦ, τοῖς π. δήμοις Plu.Agis14.

German (Pape)

[Seite 463] = πανταχοῖ, Plat. Rep. VII, 539 e u. öfter, u. Sp., wie Plut. Agis 14.

Greek (Liddell-Scott)

πανταχόσε: Ἐπίρρ., = τῷ προηγ., Θουκ. 7. 42, Πλάτ. Πολ. 539Ε, κτλ.· ἡμαρτημένως ἀντὶ πανταχοῦ, τοῖς π. δήμοις Πλουτ. Ἆγις 14.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de tous côtés, partout avec mouv.
2 irrég. c. πανταχοῦ.
Étymologie: πᾶς, -αχόσε.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση, παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. πολλαχόσε), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].

Greek Monotonic

παντᾰχόσε: (πᾶς), επίρρ. = το επόμ., σε Θουκ., Πλάτ.