κνισόω
English (LSJ)
A = κνισάω, Matro Conv.82: metaph., τὰς ἑαυτῶν ψυχὰς κ. Ph.1.628. II turn into fatty smoke, in Pass., δέλεαρ κεκνισωμένον savoury bait, Arist.HA534b5; ὑποθυμιατέον βδέλλαις -ουμέναις Antyll. ap. Orib.10.19.4; εἰ κνισοῦται τὰ σιτία κατὰ τὴν γαστέρα Gal. 8.37, cf. 6.691, 706; ὁ ἰχθῦς κ. Alex.Aphr.Pr.2.17. 2 κ. τὸν ζωμόν burn the soup, Luc.Sat.23. III Pass., become greasy, of oil after boiling, Heliod. ap. Orib.10.37.3; τὸ ἐκ τῆς ἑψήσεως κεκνις<ω>μένον ἔλαιον prob. in Sor.1.69.
German (Pape)
[Seite 1463] = κνισσόω.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσόω: κνισάω, Μάτρων παρ’ Ἀθήν. 136C. ― Παθ., δέλεαρ κεκνισωμένον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 23. ΙΙ. μεταβάλλω εἰς ἀτμόν, τὸν ζωμὸν Λουκ. Κρον. 23. ― Παθ., μεταβάλλομαι εἰς κνῖσαν, ἐξατμίζομαι, ὁ ἰχθὺς κν. Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 17.
French (Bailly abrégé)
mieux que κνισσόω;
-ῶ :
réduire en fumée, acc..
Étymologie: κνῖσα.