ἀπαφίσκω
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
A cheat, beguile, mostly in compos. with παρά and ἐξ:— of the simple word Hom. has only ἀπαφίσκει Od.11.217: aor. opt. ἀπάφοιτο in act. sense, 23.216:—later, ἀπάφῃ APl.4.108 (Jul.); ἀπαφών Opp.H.3.444; ἤπαφες, ἤπαφε, Q.S.3.49, Nonn.D.5.512: aor. 1 ἀπάφησε ib.8.129, Q.S.13.280, 2sg. ἀπάφησας 3.502.
German (Pape)
[Seite 283] = ἀπατάω, praes. Od. 11, 217; fut. ἀπαφήσω Strat. 12 (XII, 28); aor. ἤπαφον Diosc. 14 (VI, 126); med. in derselben Bdtg, ἀπάφοιτο Od. 23, 216; üblicher in compp., bes. ἐξαπ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰφίσκω: μέλλ. ἀπαφήσω: ἀόρ. ἀπήπᾰφον: - ὡς τὸ ἀπατάω, ἐξαπατῶ, δολιεύομαι, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ εὕρηται σύνθετον μετὰ τῆς παρὰ καὶ τῆς ἑξ: - ἐκ τοῦ ἁπλοῦ ῥήματος ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἀπαφίσκει Ὀδ. Λ. 217 καὶ τὸ ἤπαφε Ξ. 488· μεταγεν. ἀπάφῃ Ἀνθ. Πλαν. 4. 108· ἀπαφὼν (οὕτως ἀναγνωστέον) Ὀππ. Ἀλ. 3. 444· εὐκτ. μέσ. ἀορ. ἀπάφοιτο μετ’ ἐνεργ. σημασ., ὁ αὐτ. 23. 216· (ἐκ τοῦ ἅπτω (palpare ψηλαφῶ, ψήχω, θωπεύω), ἀφή· ἴσως ὡσαύτως συγγενὲς τῷ ἀπάτη, ἀπατάω).
French (Bailly abrégé)
f. ἀπαφήσω, ao. ἀπάφησα, ao.2 ἤπαφον;
tromper, décevoir;
Moy. seul. opt. ao.2, 3ᵉ sg. ἀπάφοιτο) m. sign.
Étymologie: ἀπό, ἅπτω ou pê ἁφάω.
English (Autenrieth)
aor. 2 ἤπαφε, mid. opt. ἀπάφοιτο: delude, beguile, Od. 11.217 and Od. 23.216.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰφίσκω)
• Morfología: [aor. ind. ἤπαφεν Nosti 8, cf. Nonn.D.5.512, ἀπάφησεν Q.S.3.502, Nonn.D.8.129, subj. ἀπάφῃ AP 16.108 (Iul.), part. ἀπαφών Opp.H.3.444]
1 pres. tener la intención de engañar οὔ τί σε Περσεφόνεια ... ἀπαφίσκει Od.11.217, cf. Corn.ND 24.
2 aor. engañar, seducir c. ac. de pers. o cosa δῶρα γὰρ ἀνθρώπων νοῦν ἤπαφεν Nosti l.c., μηδέ σε ἀπάφῃ AP l.c., μιν A.R.3.130, ἀκοίτην Nonn.D.8.129, με Q.S.3.49, 13.280, ἐμὸν νόον ἤπαφε φήμη Nonn.D.5.512
•en v. med. mismo sent. μή τίς με βροτῶν ἀπάφοιτο ἔπεσσιν Od.23.216.
• Etimología: Etim. desconocida. Se ha relacionado con ἅπτω, q.u.; más recientemente con ἀποφώλιος.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀπᾰφίσκω: μέλ. -αφήσω, αόρ. βʹ -ήπᾰφον· (ἅπτομαι, Λατ. palpare, ἁφή)· όπως το ἀπατάω, εξαπατώ, παραπλανώ, καταδολιεύω, σε Ομήρ. Οδ.