ἀπόερσε
English (LSJ)
Ep. aor. almost always in 3 pers. (imper.
A ἀπόερσον Nic. Th.110):—swept away, ἔνθα με κῦμ' ἀπόερσε Il.6.348; ὅν ῥά τ' ἔναυλος ἀποέρσῃ 21.283; μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμός ib.329; cf. ἀπούρας.
German (Pape)
[Seite 302] Il. 6, 348; conj. ἀποέρσῃ, 21, 283; opt. ἀποέρσειε, 21, 329; vom Wasser, fortreißen, fortschwemmen; vgl. Buttmann Lexilog. 2, 169 f (ἄρδω, ἔῤῥω, ῥέω).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόερσε: παλαιὸς Ἐπ. ἀόρ. ἁπαντῶν μόνον κατὰ τὸ γ΄ πρόσ., ἔνθα με κῦμ’ ἀπόερσε πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι, παρέσυρεν, «ἀπέπνιξεν ἂν πρὶν ἢ τὰ ἔργα ταῦτα γενέσθαι» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ζ. 348· ὅν ῥά τ’ ἔναυλος ἀπõέρσῃ, παρασύρῃ χείμαρρος, Φ. 283· μή μιν ἀπõέρσειε μέγας ποταμὸς αὐτόθι 329. (Ἡ ποσότης τῆς β΄ συλλαβῆς ἐν τοῖς τελευταίοις δυσὶ χωρίοις φαίνεται ὑποδεικνύουσα ὅτι ἦτο ἀπόϝερσε, ὅπερ ἄγει τὸν Κούρτιον εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὅτι ὑπάρχει σχέσις πρὸς τὸ ἀπαυράω, ὅ ἐ. ἀπαϝράω· ἴσως δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. verro).
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao;
d’où sbj. 3ᵉ sg. ἀποέρσῃ, opt. 3ᵉ sg. ἀποέρσειε;
enlever, entraîner.
Étymologie: DELG v. ἀπούρας.
English (Autenrieth)
(ἀπόϝ.), defective aor., subj. ἀποέρσῃ, opt. ἀποέρσειε: sweep away, wash away; μή μιν ἀποϝϝέρσειε μέγας ποταμός, Il. 21.329, 2, Il. 6.348.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ép., imperat. ἀπόερσον Nic.Th.110]
arrastrar, barrer, ἔνθα με κῦμ' ἀπόερσε Il.6.348, ὃν ῥά τ' ἔναυλος ἀποέρσῃ Il.21.283, μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμός Il.21.329, ἀπόερσον ἀκάνθας Nic.l.c.
• Etimología: Cf. ἀπηύρων.
Greek Monolingual
ἀπόερσε (επικ. αόρ. μόνον στο γ' εν. πρόσ.) (Α)
παρασύρω, τραβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < από - (F)ερσε. Στη ρίζα Fερ- αντιστοιχεί η ΙΕ. ρίζα wer - «ανασύρω, αρπάζω, παίρνω», η οποία όμως δεν συμβάλλει πολύ στην κατανόηση του ελληνικού τύπου. Πρόκειται για επικό σιγματικό αόριστο, που ανήκει στους αρχαίους αορίστους, οι οποίοι φαίνεται πως είχαν πλέον πάψει να γίνονται αισθητοί ως αόριστοι από τους αοιδούς].
Greek Monotonic
ἀπόερσε: αρχ. αόρ. αʹ που απαντά μόνον στο γʹ πρόσ. ἀπόερσε, παρέσυρε, σάρωσε, κατέπνιξε· υποτ. ἀποέρσῃ, ευκτ. ἀποέρσειε· όλοι οι τύποι σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).