ἀπογεύω

From LSJ
Revision as of 21:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπογεύω Medium diacritics: ἀπογεύω Low diacritics: απογεύω Capitals: ΑΠΟΓΕΥΩ
Transliteration A: apogeúō Transliteration B: apogeuō Transliteration C: apogeyo Beta Code: a)pogeu/w

English (LSJ)

   A give one a taste of, AP4.3.39 (Agath.); opp. ἀποπληρόω, Herod.Med. ap. Orib.5.30.21.    II Med., take a taste of, σιτίων Hp.Epid.7.2, cf. Pl.R.354b, Tht.157d, X.Cyr.1.3.4, Plb.3.57.8; ἑκάστου μικρὸν ἀ. Eub.42, cf. Antiph.326: metaph., ἐλπίδος Ph.2.338.

French (Bailly abrégé)

faire goûter à;
Moy. ἀπογεύομαι goûter à ou de, gén..
Étymologie: ἀπό, γεύω.

Spanish (DGE)

1 tr. en v. act. dar a probar abs. c. ac. de pers. αὐτούς Herod.Med. en Orib.5.30.21
c. ac. de cosa σμικρὸν ἐξάγω μέρος, ὅσον ἀπογεῦσαι AP 4.3.39 (Agath.).
2 gener. intr. en v. med. probar, gustar de c. gen. σιτίων Hp.Epid.7.2, τοῦ ἀεὶ παραφερομένου Pl.R.354b, βρωμάτων X.Cyr.1.3.4, πάντων ... τῶν παρακειμένων Plb.3.57.8, ἑκάστου Eub.42 (cj.), σαρκῶν Antiph.326, cf. Theopomp.Hist.270, ἀκράτου Plu.2.672a, σπλάγχνων Ath.23e, cf. Aristaenet.2.18.20, Agath.2.3.7, μιαρῶν ... τροφῶν LXX 4Ma.4.26
fig. τῶν σοφῶν Pl.Tht.157c, ἐλπίδος Ph.2.338, τοῦ πνεύματος Philostr.Im.1.20, ὑείων LXX 4Ma.5.6
c. ac. y gen. τῶν παρακειμένων ἕκαστον ἀπογεύονται Luc.Am.42
abs. ὅταν μέλλῃς ἀπογεύεσθαι, ἀλέχτορα θῦσον PMag.13.378, 379, cf. Longus 1.17.

Greek Monotonic

ἀπογεύω: μέλ. -σω, δίνω μια μικρή ποσότητα φαγητού ή ποτού σε κάποιον, ίσα ίσα για να το γευτεί, με γεν., σε Ανθ. — Μέσ., γεύομαι κάτι, δοκιμάζω τη γεύση του, με γεν., σε Πλάτ., Ξεν.