ἀφορμάω

From LSJ
Revision as of 21:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφορμάω Medium diacritics: ἀφορμάω Low diacritics: αφορμάω Capitals: ΑΦΟΡΜΑΩ
Transliteration A: aphormáō Transliteration B: aphormaō Transliteration C: aformao Beta Code: a)forma/w

English (LSJ)

Dor. part. dat. ἀφορμίοντι (-ιῶντι codd.) Archyt. ap. D.L.3.22:—

   A make to start from a place:—Pass., start, depart, ναῦφιν Il.2.794, cf. Od.2.375, 4.748, Sapph.Supp.6.7, etc.: c. gen., from a place, οἷον ἆρ' ὁδοῦ τέλος Ἄρλους ἀφωρμήθημεν S.OC1401; δόμων E. Or.844; ἐκ Κεγχρειῶν Th.8.10; to a place, δεῦρο Ar.Nu.607.    II intr. in Act. in same sense as Pass., ἀ. χθονός E.Rh.98; ἐκ δόμων Id.Tr.939, cf. Th.4.78; οἴκαδε Aeschin.2.40; εἰς Λιβύην Plb.1.39.1; of lightning, to break forth, S.OC1470(lyr.): c. acc. cogn., τί τήνδ' . . ἀφορμᾷς πεῖραν; Id.Aj.290.    2 feel aversion, opp. ὁρμάω, Arr.Epict. 1.4.14, Simp.in Epict.p.22D.

German (Pape)

[Seite 414] aufbrechen, wegeilen, ἔκ τινος Eur. Tr. 939; Thuc. 4, 78; Xen. Hell. 7, 5, 7; τῆς χθονός, aus dem Lande, Eur. Rhes. 98. Oft bei Pol.; Hom. hat inderselben Bdtg aor. pass., Iliad. 2, 794 ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν, Od. 2, 375. 4, 748 ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι; Pind. frg. 84; Ar. Nub. 587; Thuc. 7, 75; vgl. Pol. 1, 39, wo ἀφώρμησαν, von Schiffen gesagt, nicht auf ἀφορμέω zurückzuführen ist; Soph. O. C. 1403; οὐ γὰρ ἅλι' ἀφορμᾷ ποτε, vom Blitze, 1468; τί τήνδε ἀφορμᾷς πεῖραν Ai. 283, was brichst du auf zu solchem Unternehmen?

Greek (Liddell-Scott)

ἀφορμάω: Δωρ. μετοχ. δοτ. ἀφορμίοντι (κοιν. -ιῶντι) Ἀρχύτας παρὰ Διογ. Λ. 3. 22· ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἐξορμῶ, «ξεκινῶ», δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Ἀχαιοὶ Ἰλ. Β. 794· ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι Ὀδ. Β. 375., Δ. 748, καὶ Ἀττ.· μετὰ γεν. ἀπό τινος τόπου, οἷον ἆρ’ ὁδοῦ τέλος Ἄργους ἀφωρμήθημεν Σοφ. Ο. Κ. 1401· δόμων Εὐρ. Ὀρ. 844· ἐκ τόπου Θουκ. 8. 10· - εἰς τόπον, δεῦρο Ἀριστοφ. Νεφ. 607. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ. μετὰ τῆς αὐτῆς καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ σημασ., ἀφορμᾶν χθονὸς Εὐρ. Ρῆσ. 98· ἐκ δόμων ὁ αὐτ. Τρῳ 939, πρβλ. Θουκ. 4. 78, κτλ.· εἰς τόπον Πολύβ. 1. 39, 1· ἐπὶ ἀστραπῆς, ἐκρήγνυμαι, Σοφ. Ο. Κ. 1470· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., τί τήνδ’... ἀφορμᾷς πεῖραν, κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ὁρμᾶν ὁρμῆν, ὁ αὐτ. Αἴ. 290.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀφορμήσω;
1 s’élancer, jaillir;
2 p. ext. s’éloigner ; avec un acc. ἀφ. πεῖραν SOPH se lancer dans une tentative;
Moy. ἀφορμάομαι-ῶμαι (ao. Pass. ἀφωρμήθην) s’élancer ; simpl. s’éloigner, partir, τινος ou ἔκ τινος.
Étymologie: ἀφορμή.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): lesb. ἀπ- Sapph.17.7; dór. ἀφορμίω Ps.Archyt.Pyth.Hell.45.26
I 1partir, ponerse en marcha en v. med.-pas. ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Ἀχαιοί Il.2.794, πρὶν ... ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι Od.2.375, 4.478, μένοντί τε καὶ ἀφορμίοντι para su estancia y su partida Ps.Archyt.l.c., cf. Th.7.74, Plb.15.4.4, Opp.H.1.205, c. gen. o adv. de procedencia ἔνθεν δ' ἀφορμαθέντες Pi.Fr.119.2, Ἄργους ἀφωρμήθημεν S.OC 1401, τῆσδ' ἀ. χθόνος E.Med.1237, ἐκ τῶν Κεγχρείων ἀ. Th.8.10, cf. E.Or.844, Rh.98, Tr.939, Th.4.78, X.HG 7.5.7, c. adv. o ac. direcc. τυίδ' ἀπορμάθεντες Sapph.l.c., δεῦρ' ἀφορμᾶσθαι Ar.Nu.607, ἀ. οἴκαδε Aeschin.2.40, ἀ. πρὸς τούτους Plb.18.25.5, εἰς τοὐπίσω ἀ. 1Ep.Clem.25.4, c. ambas indic. de lugar ἀφώρμησαν ἐντεῦθεν εἰς τὴν Λιβύην Plb.1.39.1.
2 abrirse paso, irrumpir del rayo οὐ γὰρ ἅλιον ἀφορμᾷ ποτ' S.OC 1470
medic. de las ramificaciones de las venas menores partir, salir, abrirse paso ἡ δὲ ἐς τὸ ἄλλο ἑξῆς ἀφωρμήκει σμικρὸν κάτωθεν φρενῶν la otra sin solución de continuidad parte hacia el resto (del hígado) un poco por debajo del diafragma Hp.Epid.2.4.1, Oss.10, τὰ τρέφοντα τοὺς ὄρχεις ἀγγεῖα τῶν αὐτῶν ἀφώρμηται φλεβῶν καὶ ἀρτηριῶν Gal.4.636, cf. 170, 171
fig. tomar como punto de partida, lanzarse βίβλον, ἔνθεν ἀφορμηθεὶς τιμαιογραφεῖν ἐδιδάχθης SHell.828 (ap. crít.), cf. Numen.25.83.
2 c. ac. int. emprender τί τήνδ' ... ἀφορμᾷς πεῖραν; S.Ai.290.
II en fil. estoica op. ὁρμάω sentir repulsión Arr.Epict.1.4.14, Simp.in Epict.p.22.

Greek Monotonic

ἀφορμάω: μέλ. -ήσω·
I. ξεκινώ από κάποιο μέρος — Παθ., βαδίζω μπροστά, ξεκινώ, απομακρύνομαι από ένα μέρος, με γεν., σε Όμηρ., Αττ.
II. αμτβ. με την ίδια σημασία όπως το Παθ., σε Ευρ., Θουκ.· λέγεται για την αστραπή, εκρήγνυμαι, σε Σοφ.· με σύστ. αντ., ἀφορμᾶν πεῖραν, ξεκινώ μια επιχείρηση, επιχειρώ ένα τόλμημα, στον ίδ.