δαήρ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
έρος, ὁ, voc. δᾶερ, Il.3.180,6.344, Men.135: dat. written τῷ δαιρι (sic) JHS37.105, cf. BCH8.382, Buresch
A Aus Lydien 116:— husband's brother, brother-in-law: gen. pl. as disyll., δαέρων ἢ γαλόων Il.24.769. (Cf. Skt. devár-, Lith. gen. sg. dieve[rtilde]s, Slav. dèver[icaron], Lat. lēvir.)
German (Pape)
[Seite 513] έρος, ὁ, Mannes Bruder, Schwager; Hom. nominat. δαήρ Iliad. 3, 180; δαέρα Iliad. 14, 156; vocativ. δᾶερ Iliad. 6, 344. 355, vgl. Herodian. Scholl. Iliad. 6, 355; δαέρων, zweisylbig zu lesen, Iliad. 24, 762. 769. – Identisch ist das Latein. lēvir, vgl. lacrima altlatein. dacruma; Sanskrit dêvâ (St. dêvar) und dêvaras, Kirchenslaw. deveri, Litthau. deveris, gemeinsame Grundform daivar, das Griech. δαήρ zunächst entstanden aus δα Fήρ, s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1 S. 197.
Greek (Liddell-Scott)
δᾱήρ: έρος, ὁ, κλητ. δᾶερ, ὁ ἀδελφὸς τοῦ συζύγου, ἀνδράδελφος· ἀνταποκρίνεται πρὸς τὸ θηλ. γάλως, Ἰλ. Γ. 180· γεν. πληθ.
French (Bailly abrégé)
έρος (ὁ) :
beau-frère, frère du mari.
Étymologie: p. *δαϜήρ = lat. levir.
Spanish (DGE)
(δᾱήρ) -έρος, ὁ
• Morfología: [gen. plu. como espondeo δαέρων Il.24.769]
• Morfología: [voc. δᾶερ Il.3.180, Men.Fr.122; ac. δαίρα TAM 5.56.9 (I d.C.); gen. δῆρος IKios 53.3; dat. δαΐρι TAM 5.660.5 (I d.C.), δαίερι MAMA 9.387 (Ezanos II d.C.)]
cuñado, hermano del marido, Il.ll.cc., 6.344, 14.156, Men.l.c., IKios l.c., MAMA l.c., TAM 5.707.9 (I d.C.), ll.cc., I.AI 17.352, Nonn.D.40.144.
• Etimología: Antiguo n. de parentesco de δαιϝήρ que a su vez procedería de *daiH1-u̯er rel ai. devár, lituan. dieverìs, aesl. děverǐ, aaa. zeihhur.
Greek Monolingual
δαήρ (δαέρος), ο (Α)
ο αδελφός του συζύγου, κουνιάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαία λέξη που δηλώνει συγγένεια και που συνδέεται με αντίστοιχες ινδοευρ. λέξεις, όπως αρχ. ινδ. devar, λατ. lēvir (μεταπλασμένο κατά το vir), αρμ. taygr, λιθ. diever-is, αρχ. σλαβ. dĕver-z. Ο τ. δᾱήρ < δαιFήρ, πράγμα που ερμηνεύει και τον ομηρικό τ. γενικής δᾰέρων < δαιFρών (πρβλ. και μτγν. τ. δοτικής δαιρί (< δαιFρί), που απαντά στην Ελληνική της Λυδίας)].
Greek Monotonic
δᾱήρ: -έρος, ὁ, κλητ. δᾶερ, αδερφός συζύγου, ανδράδελφος, κουνιάδος, Λατ. levir, αντίστοιχο του θηλ. γάλως, σε Ομήρ. Ιλ.