γυρός

From LSJ
Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡρός Medium diacritics: γυρός Low diacritics: γυρός Capitals: ΓΥΡΟΣ
Transliteration A: gyrós Transliteration B: gyros Transliteration C: gyros Beta Code: guro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A rounded, curved, crooked, γυρὸς ἐν ὤμοισι round- shouldered, Od.19.246, cf. D.H.14.10, Hymn.Is.29; κέρας, ἄγκιστρα, AP6.255 (Eryc.), 28 (Jul.); κόνις, of a tomb, ib.7.180 (Apollonid.); γ. πάλη, i.e. wrestling, Philostr.Gym.11: Comp. -ότερος Ael.NA4.34.

German (Pape)

[Seite 512] (entstanden aus γυαρός, verwandt γύης, γύαλον, γυῖα), gebogen, rund; Hom. einmal, Odyss. 19, 246 γυρὸς ἐν ὤμοισιν, rund in den Schultern, von runden Schultern, schwerlich tadelnd = bucklig; – sp. D.; γυρὰ νῶτα σφαίρας Synes. 1 (App. 92); γυρὰ χελιδὼν οἰκία πλάσσει Antip. Sid. 37 (X, 2); κέρας ταύρου Eryc. 3 (VI, 255); κόνις, Grabhügel, Apollonds. 29 (VII, 180); Ael. H. A. 14, 8 ὀδόντες; vgl. 4, 34.

Greek (Liddell-Scott)

γῡρός: -ά, -όν, στρογγύλος, γυρὸς ἐν ὤμοισι, ἔχων τοὺς ὤμους στρογγύλους, κυφός, Ὀδ. Τ. 246· συχνὸν ἐν τῇ Ἀνθ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
arrondi, rond;
Cp. γυρότερος.
Étymologie: DELG cf. γύαλον.

Spanish (DGE)

(γῡρός) -ά, -όν

• Alolema(s): fem. -ή AP 7.180 (Apollonid.); γορός Hsch.
1 curvo, encorvado, arqueadoref. un anciano γ. ἐν ὤμοισιν Od.19.246, cf. D.H.14.10, Hymn.Is.29 (Andros), Hsch., λέων Ael.NA 4.34, κέρας AP 6.255 (Eryc.), ἄγκιστρα AP 6.28 (Iul.Aegypt.)
subst. τὸ γυρόν curvatura Vett.Val.104.21.
2 que describe una curva como pred. en círculo, alrededor ἀμφὶ δ' ἔμ' ὤλισθεν γ. κόνις AP l.c.
agon. γυρὰ πάλη n. que recibe un tipo de lucha que hace curvarse los cuerpos, Philostr.Gym.11.

• Etimología: De *geH en grado ø y ū, cf. γύης.

Greek Monolingual

γυρός, -ά, -όν (Α)
στρογγυλός, κεκκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυρός ανάγεται σε ΙΕ gu-r- < gū- «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» (πρδλ. γύαλον) με παρέκταση σε -ρ- (πρβλ. αρμ. kur-n «ράχη», kor «κυρτωμένος»).

Greek Monotonic

γῡρός: -ά, -όν, κυκλικός, στρογγυλός· γυρὸς ἐν ὤμοισι, αυτός που έχει στρογγυλούς ώμους, κυφός, σε Ομήρ. Οδ.