δειματόω
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
A frighten, Hdt.6.3, Ar.Ra.144, Ph.2.204:—Pass., A. Ch.845, S.Ichn.142, E.Andr.42, Pl.Ax.370a, etc.
German (Pape)
[Seite 537] in Furcht setzen, erschrecken, Her. 6, 3; Ar. Ran. 144 u. Sp. – Pass. sich fürchten, Aesch. Ch. 832; Eur. Andr. 42; Plat. Ax. 370 a.
Greek (Liddell-Scott)
δειμᾰτόω: ἐκφοβῶ, Ἡρόδ. 6. 3, Ἀριστοφ. Βατρ. 144. Παθ., ἐκφοβοῦμαι, Αἰσχύλ. Χο. 845, Σοφ. Ἀποσπ. 147, Εὐρ. Ἀνδρ. 42, κτλ., Πλάτ. Ἀξ. 370Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés., impf. et ao.
frapper de frayeur, épouvanter, acc..
Étymologie: δεῖμα.
Spanish (DGE)
(δειμᾰτόω) 1 asustar, atemorizar c. ac. de pers. τοὺς Ἴωνας Hdt.6.3, με Ar.Ra.144, αὐτόν Luc.Philops.32, τοὺς Ῥωμαίους D.C.50.1
•abs. Themist.Ep.8, Ph.2.204, Numen.25.44
•en v. pas. χαλκηλάτῳ κνώδοντι δειματουμένη asustada por puñal de bronce Lyc.1434, ὑπ' αὐτοῦ δειματούμενος D.C.Epit.8.13.8, ὁ Ὀρέστης ... ὑπὸ τῶν Ἐρινύων Ps.Nonn.Comm.in Or.4.7.
2 en v. med. temer, asustarse, atemorizarse δειματούμενοι λόγοι rumores llenos de temor A.Ch.845, δειματουμένη δ' ἐγώ E.Andr.42, c. ac. int. πάν[τα] δειματούμενοι S.Fr.314.148, c. πρός y ac. τῶν πρὸς ἀνυποστάτους ὑπονοίας δειματουμένων Gr.Nyss.Mort.45.22, c. inf. δειματούμενος στερήσεσθαι τῆς ψυχῆς temiendo ser privado del alma Pl.Ax.370a, cf. Hsch.
Greek Monotonic
δειμᾰτόω: μέλ. -ώσω (δεῖμα), φοβίζω, τρομάζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., είμαι φοβισμένος, φοβούμαι, σε Αισχύλ., Ευρ.