δρέπτω

From LSJ
Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρέπτω Medium diacritics: δρέπτω Low diacritics: δρέπτω Capitals: ΔΡΕΠΤΩ
Transliteration A: dréptō Transliteration B: dreptō Transliteration C: drepto Beta Code: dre/ptw

English (LSJ)

poet. for sq.,

   A pluck, Ep.impf. δρέπτον Mosch.2.69:—more freq. in Med., Opp.C.2.38, APl. 4.231 (Anyte), etc.

German (Pape)

[Seite 666] p. = δρέπω, Mosch. 2, 69. – Med., Opp. Cyn. 2, 38 Anyte 3 (Plan. 231) u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

δρέπτω: ποιητ. ἀντὶ δρέπω, κόπτω, ἰδίως ὅπως συλλέξω, Ἐπ. παρατ. δρέπτον, Μόσχ. 2. 69· συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ, Ὀππ. Κ. 2. 38, Ἀνθ. Πλαν. 4. 231, κτλ.

French (Bailly abrégé)

c. δρέπω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. δρέπτον Mosch.2.69]
en v. act. y med. coger, recoger, cortar flores, frutos κρόκου θυόεσσαν ἔθειραν Mosch.l.c., μελιχρῆς ἄνθος ὀπώρης Opp.C.2.38, cf. 253, τὸ μέλι AP 10.41.8 (Luc.)
c. gen. κομάρου τις ὁδοιπόρος ἢ τερεβίνθου δρεπτέσθω AP 9.282.4 (Antip.Thess.), cf. 16.231 (Anyt.)
fig. Ἤρινναν Μουσῶν ἄνθεα δρεπτομέναν AP 7.13.2 (Leon.), cf. 7.218.7 (Antip.Sid.), Orac.Chald.37.14.

Greek Monotonic

δρέπτω: ποιητ. αντί δρέπω, κόβω και μαζεύω, Επικ. παρατ. δρέπτον, σε Μόσχ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ.