ἐθάς

From LSJ
Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθάς Medium diacritics: ἐθάς Low diacritics: εθάς Capitals: ΕΘΑΣ
Transliteration A: ethás Transliteration B: ethas Transliteration C: ethas Beta Code: e)qa/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ, (ἔθος)

   A accustomed, ἐ. γενέσθαι Hp.Mul.1.12; ἐ. γενέσθαι τινός Th.2.44; εῖναι Plu.Oth.5; of persons, familiar, Philostr. VA8.30: c. dat., τῇ νούσῳ Hp.Morb.Sacr.12, cf. Opp.H.5.499.    II of things, customary, usual, νοῦσοι ἐ. ἀπὸ νεότητος Hp.Mul.2.125; ἡδονή Ph.1.316.    III tame, Them.Or.22.273c.

German (Pape)

[Seite 717] άδος, gewohnt, τινός, an Etwas, Hippocr., Thuc. 2, 44 u. Sp.; τοῦ κάμνειν ἐθάδες ὄντες Plut. Oth. 5; selten τινί, Hippocr. – Bei Themist. or. 22 p. 273 d = zahm; B. A. p. 245 συνήθης, φίλος erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθάς: -άδος, ὁ, ἡ, (ἔθος) συνειθισμένος, Ἱππ. 597. 2· ἐθ. γενέσθαι τινὸς Θουκ. 2, 44, προβλ. Πλουτ. Ὄθωνα 5· ὡσαύτως μετὰ δοτ., Ἱππ. περὶ Ἱερῆς Νόσου 307. 46, Ὀππ. Ἁλ. 5. 499. ΙΙ. συνήθης, Ἱππ. 645. 32. ΙΙΙ. ἥμερος, Θεμίστ. 273 Δ.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
habitué à, gén..
Étymologie: ἔθω.

Spanish (DGE)

-άδος
I de animados
1 acostumbrado, habituado de pers. y asimilados, pred. πρὶν ἢ ἐθάδες γίνωνται (αἱ μῆτραι) hasta que se habitúe el útero Hp.Mul.1.12, cf. 2.162, c. gen. λύπη ... οὗ ἂν ἐ. γενόμενος ἀφαιρεθῇ pena por aquello que le es arrebatado después de haberse acostumbrado Th.2.44, πολεμικῶν ἀγώνων Plu.2.8d, μιᾶς ... διαίτης Plu.2.342a, c. dat. ἐθάδες εἰσὶ τῇ νούσῳ están habituados a la enfermedad Hp.Morb.Sacr.12.
2 habituado, domesticado o doméstico de anim. (τῶν περιστερῶν) αἱ ἐθάδες Them.Or.22.273c, cf. Hdn.Philet.50, ἀλεκτρύονες καὶ ἐθάδες ὄρνιθες Cat.Cod.Astr.11(2).181.2
c. dat. enseñado, amaestrado ἀγρευτῆρι κύων ἐ. ὀτρύνοντι Opp.H.5.499, cf. Tz.H.4.287.
II esp. de cosas y abstr. habitual, frecuente ἐθάδες ἀπὸ νεότητος αἱ νοῦσοι Hp.Mul.2.125 (ap. crít.), ἡδονή Ph.1.316, τρόποι Eust.1370.14
subst. οἱ ἄγαν ἐθάδες los muy habituales, familiarmente conocidos para unos perros guardianes, Philostr.VA 8.30.

• Etimología: Deriv. de *su̯edhn̥-, cf. ἔθνος.

Greek Monolingual

ἐθάς, ο, η (AM) έθος
1. οικείος, φίλος
2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) συνηθισμένος
αρχ.
συνηθισμένος σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐθάς: -άδος, ὁ, ἡ, (ἔθος), συνηθισμένος, μαθημένος, εξοικειωμένος με κάτι, με γεν., σε Θουκ., Πλούτ.