ἐξέτασις

From LSJ
Revision as of 22:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξέτᾰσις Medium diacritics: ἐξέτασις Low diacritics: εξέτασις Capitals: ΕΞΕΤΑΣΙΣ
Transliteration A: exétasis Transliteration B: exetasis Transliteration C: eksetasis Beta Code: e)ce/tasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A close examination, scrutiny, test, Pl.Ap.22e, Tht.210c; ἡδονῆς ἐ. πᾶσαν ποιήσασθαι Id.Phlb.55c; ἐ. ποιεῖσθαι περί τινος Lycurg.28; ἐ. λαμβάνειν undertake an inquiry, D.18.246; ἐ. τινος ἔχειν Th.6.41; ἔσχον τὸ ἴσον εἰς ἐ. I received the copy for examination, PLond.2. 338.24 (ii A.D.), etc.; ἐ. γίγνεται πρός τι comparison is made with... Luc.Prom.12.    2 a military inspection or review, ἐ. ὅπλων, ἵππων ποιεῖσθαι, hold a review of .., Th.4.74, 6.45,96; τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν βαρβάρων ποιεῖσθαι X.An.1.2.14; ἐ. σὺν τοῖς ὅπλοις ἐγίγνετο ib.5.3.3.    b at Rome, ἐ. ἱππέων, = Lat. transvectio equitum, Plu.Aem. 38, D.C.55.31; ἐ. ἐτησία Id.63.13.    c ἐ. τῶν βουλευτῶν, = Lat. lectio Senatus, revision of the Senatorial roll, Id.54.26.    d ἐ. βίων, of the Roman Census, Plu.Aem.38, cf. J.AJ3.12.4.    e inspection of articles, IG22.333.11.    3 arrangement, order, Nicom. Harm.6.

German (Pape)

[Seite 879] ἡ, die Prüfung, Untersuchung, von Personen u. Sachen; Plat. Apol. 22 e; μὴ τοίνυν ἡδονῆς ἐξέτασιν πᾶσαν ποιήσασθαι Phil. 55 c; Folgde; bes. Musterung, ποιεῖσθαι ὅπλων καὶ ἵππων Thuc. 6, 45. 96; Xen. An. 1, 2, 14 u. oft; auch ποιεῖν, 1, 2, 9; ἐξέτασις ἐν τοῖς ὅπλοις γίγνεται 5, 3, 3; ἐξέτασιν λαμβάνειν, die Untersuchung vornehmen, Dem. 18, 246; πρός τι, Vergleichung womit, Luc. Prom. 12; – βίων, census der Römer, Plut. Aem. P. 38; auch von gerichtlicher Untersuchung, Hdn. 1, 8, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέτᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξετάζειν τι ἐπισταμένως, ἔρευνα, ἐξέτασις, Πλάτ. Ἀπολ. 22Ε. Θεαίτ. 210C· ἐξ ποιεῖσθαι περί τινος Λυκοῦργ. 151· μέσ., ἐξ. λαμβάνειν, ἀναλαμβάνειν ἔρευναν, Δημ. 308. 25· οὕτως, ἐξ. τινος ἔχειν Θουκ. 6. 41· ἐξ. γίγνεται πρός τι, σύγκρισις γίνεται πρός τι..., Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 12· ‒ ἐξ βίων, ἡ παρὰ Ρωμαίοις censura, τιμητεία, Πλούτ. Αἰμίλ. 38. 2) στρατιωτικὴ ἐπιθεώρησις, ἐξ ὅπλων, ἵππων ποιεῖσθαι, ποιεῖν ἐπιθεώρησιν, Θουκ. 4. 74., 6. 45, 96· ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 14· ἐξ γίγνεται αὐτόθι 5. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 recherche, examen;
2 recensement, revue militaire ; à Rome ἐξέτασις βίων PLUT censure.
Étymologie: ἐξετάζω.

Greek Monotonic

ἐξέτασις: -εως, ἡ (ἐξετάζω),
1. εξονυχιστική εξέταση, έρευνα, επιθεώρηση, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
2. στρατιωτική επιθεώρηση ή εξέταση, έλεγχος, σε Θουκ., Ξεν.