ἐνράπτω

Revision as of 22:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A sew up in, βυβλίον εἰς ἡνίαν χαλινοῦ Aen.Tact.31.9, Plu. Arat.25:—Med., Διόνυσον ἐνερράψατο ἐς τὸν μηρόν into his thigh, Hdt. 2.146, cf. IG14.1285, 1292:—Pass., to be sewed up in, ἐνερράφη Διὸς μηρῷ E.Ba.286; ἱμάντα ἐν ᾧ ἐπιστολὴ ἐνέρραπτο Aen.Tact.31.32; λίθοι ἐνερραμμένοι τῷ ἐσσῆνι J.AJ3.8.9.

German (Pape)

[Seite 851] einnähen; εἰς τὸν μηρόν D. Sic. 5, 52; τῷ μηρῷ Apolld. 3, 4, 3; im med., Διόνυσον ἐνεῤῥάψατο εἰς τὸν μηρόν, in seine Hüfte, Her. 2, 146; pass., ἐνεῤῥάφη Διὸς μηρῷ Eur. Bacch. 286.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνράπτω: μέλλ. -ψω, ῥάπτω τι ἐντός τινος, εἴς τι Πλουτ. Ἄρατ. 25˙ οὕτως, ἐν τῷ μέσ., Διόνυσον... ἐς τὸν μηρὸν ἐνερράψατο Ζεύς, εἰς τὸν ἑαυτοῦ μηρόν, Ἡρόδ. 2. 146, πρβλ. Συλλ.- Ἐπιγρ. 6126, 6129, 6280. 28. - Παθ., ῥάπτομαι ἐντός, ἐνερράφη Διὸς μηρῷ Εὐρ. Βάκχ. 286.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. ἐνερράφην;
coudre dans;
Moy. ἐνράπτομαι coudre sur soi : ἐς τὸν μηρόν HDT dans sa propre cuisse.
Étymologie: ἐν, ῥάπτω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐρρ- Hp.Art.37, D.S.5.52, Aristid.Or.41.3, Ael.NA 2.22, Afric.Cest.1.17.35
1 coser a c. ac. y giro prep. εἰς τὴν ἡνίαν τοῦ χαλινοῦ βυβλίον ἐνέρραψεν cosió un papiro a la brida del bocado del caballo Aen.Tact.31.9, en v. pas. ἱμάντα ἐν ᾧ ἐπιστολὴ ἐνέρραπτο Aen.Tact.31.32, ἐρραφέντα τούτοις ἀραιὰ στημόνια τῶν ἱματίων Ael.l.c., (λίθοι) οὓς κατὰ στέρνον ὁ ἀρχιερεὺς ἐνερραμμένους τῷ ἐσσῆνι φορεῖ de las piedras preciosas del pectoral del sumo sacerdote judío, I.AI 3.216.
2 encerrar en un saco o receptáculo y coserlo ἄχνην ... ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον ... ἐν ... δέρματι ἐρράψαντα Hp.l.c., μικρὰς παραξιφίδας ἐνέρραψεν εἰς σάγματα Plu.Arat.25, en v. pas. ἡ κεφαλὴ ... ἐρραφεῖσα σκυτίδι Afric.l.c., como castigo πατροκτόνον εἰς ἀσκὸν ἐνράψας βόειον D.H.4.62, τὸν δὲ Λάανδρον ἐνράψαντες εἰς βύρσαν Plu.2.257d
frec. de Dioniso nacido prematuro y encerrado en el muslo de Zeus cosido τὸν Διόνυσον ἐνράπτει εἰς τὸν μηρόν Tab.Il.10K.b.1.3, cf. D.S.l.c., c. dat. τὸ βρέφος ἐνέρραψε τῷ μηρῷ al niño encerró en su muslo, haciendo una sutura Apollod.3.4.3, cf. Iul.Or.7.220c, en v. pas. ἐνερράφη Διὸς μηρῷ E.Ba.286
en v. med. Διόνυσον ... ἐς τὸν μηρὸν ἐνερράψατο Ζεύς Hdt.2.146, cf. Aristid.l.c.
3 fig. remendar, recomponer en v. pas. τῆς γὰρ αἱρέσεως ἀποσχιζόμενοι τῇ εὐσεβείᾳ ... ἐνραπτόμεθα separándonos de la herejía somos recompuestos por la piedad Gr.Nyss.Hom.in Eccl.408.20.

Greek Monolingual

ἐνράπτω (Α) ράπτω
ράβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο.

Greek Monotonic

ἐνράπτω: μέλ. -ψω, ράβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο, τι εἴς τι· ομοίως και στη Μέσ., σε Ηρόδ. — Παθ., ράβομαι μέσα σε, με δοτ., σε Ευρ.