ἐπαιδέομαι
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
fut.
A -αιδεσθήσομαι E.IA900 (troch.): aor. -ῃδέσθην Pl. Lg.921a:—to be ashamed, c. inf., E. l.c.; σὺ δ' οὐκ ἐπαιδῇ . . εἰ . .; te non pudet si . .? S.Ant.510: c. dat., to be ashamed of, Babr.43.14: abs., feel compunction, E.Hyps.Fr.60.21. II c. acc., reverence, A. Fr.135, Antipho Soph.Oxy.1364.270, Pl. l.c., Herod.2.39.
German (Pape)
[Seite 894] (s. αἰδέομαι), sich dabei schämen; absolut, Soph. Ant. 506; οὐκ ἐπαιδεσθήσομαι προσπεσεῖν τὸ σὸν γόνυ Eur. I. A. 900; μηδὲν τὸν θεὸν ἐπαιδεσθείς, sich vor ihm scheuen, Plat. Legg. XI, 921 a; Sp., wie Arr. An. 4, 7, 7; – τινί, sich worüber schämen, im Ggstz von γαυροῦσθαι, Babr. 43, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαιδέομαι: μέλλ. -αιδεσθήσομαι, Εὐρ. Ι. Α. 900: ἀόρ. -ῃδέσθην Πλάτ. Νόμοι 921Α. ― Ἀποθ., ἐπαισχύνομαι, ἐντρέπομαι, μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σὺ δ’ οὐκ ἐπαιδεῖ τῶνδε χωρὶς εἰ φρονεῖς; Σοφ. Ἀντιγ. 510. ΙΙ. μετ’ αἰτ., αἰδοῦμαι τινά, μηδὲν τὸν βιοδότην θεὸν ἐπαιδεσθεὶς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. ἐπαιδεσθήσομαι, ao. ἐπῃδέσθην, pf. inus.
avoir honte, rougir de, τινι.
Étymologie: ἐπί, αἰδέομαι.
Greek Monotonic
ἐπαιδέομαι: μέλ. -αιδεσθήσομαι, αόρ. αʹ -ῃδέσθην· αποθ.· ντρέπομαι, με απαρ., σε Ευρ.· σύ δ' οὐκ ἐπαιδεῖ, εἰ..., te non pudet, sI..., σε Σοφ.