θαλασσεύω

From LSJ
Revision as of 23:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσεύω Medium diacritics: θαλασσεύω Low diacritics: θαλασσεύω Capitals: ΘΑΛΑΣΣΕΥΩ
Transliteration A: thalasseúō Transliteration B: thalasseuō Transliteration C: thalasseyo Beta Code: qalasseu/w

English (LSJ)

   A to be at sea, νῆες τοσοῦτον χρόνον ἤδη θαλασσεύουσαι Th.7.12, cf. App.BC1.62; τὰ θαλαττεύοντα τῆς νεὼς μέρη the parts under water, Plu.Luc.3.    2 use nautical expressions, Heraclit.All.5.

German (Pape)

[Seite 1182] sich auf dem Meere aufhalten, im Meere sein; νῆες τοσοῦτον χρόνον ἤδη θαλασσεύουσαι Thuc. 7, 12; Sp.; über das Meer fahren, App. B. C. 1, 62; τὰ θαλαττεύοντα τῆς νεὼς μέρη, die im Wasser befindlichen Theile des Schiffes, Plut. Luc. 3.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσεύω: εἶμαι ἐν τῇ θαλάσσῃ, ταξειδεύω, νῆες τοσοῦτον χρόνον θαλασσεύουσαι Θουκ. 7. 12· πλέω διὰ θαλάσσης, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 62· τὰ θαλαττεύοντα τῆς νεὼς μέρη, τὰ ὑπὸ τὸ ὕδωρ, Πλούτ. Λουκούλλ. 3.

French (Bailly abrégé)

1 tenir la mer en parl. de navires;
2 être dans la mer.
Étymologie: θάλασσα.

Greek Monolingual

θαλασσεύω (AM) (Α αττ. τ. θαλαττεύω) θαλασσεύς
βρίσκομαι στη θάλασσανῆες... τοσοῡτον χρόνον ήδη θαλασσεύουσαι», Θουκ.)
αρχ.
1. ταξιδεύω διά θαλάσσης
2. καλύπτομαι από το θαλάσσιο νερό («τά θαλαττεύοντα της νεὼς μέρη», Πλούτ.)
3. χρησιμοποιώ ναυτικές εκφράσεις.

Greek Monotonic

θᾰλασσεύω: βρίσκομαι στη θάλασσα, ταξιδεύω, σε Θουκ.· τὰ θαλαττεύοντα τῆς νεώς μέρη, τα υποθαλάσσια τμήματα, αυτά που βρίσκονται κάτω από το νερό, σε Πλούτ.