ἱππηδόν

From LSJ
Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππηδόν Medium diacritics: ἱππηδόν Low diacritics: ιππηδόν Capitals: ΙΠΠΗΔΟΝ
Transliteration A: hippēdón Transliteration B: hippēdon Transliteration C: ippidon Beta Code: i(pphdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A like a horse, A.Th.328 (lyr.), Supp.431 (lyr.).    II like a horseman, Ar.Pax81.

German (Pape)

[Seite 1258] nach Pferdeart, wie Rosse; ἄγεσθαι, fortgeschleppt werden, Aesch. Spt. 310; Suppl. 426; Ar. Pax 81.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππηδόν: Ἐπίρρ., ὡς ἵππος, Αἰσχύλ. Θήβ. 328, Ἱκέτ. 431. ΙΙ. ὡς ἀναβάτης ἵππου, ὡς ἱππεύς, αἴρεται (ὁ δεσπότης) ἱππηδὸν ἐς τὸν ἀέρ’ ἐπὶ τοῦ κανθάρου Ἀριστοφ. Εἰρ. 81.

French (Bailly abrégé)

adv.
comme un cheval.
Étymologie: ἵππος, -δον.

Greek Monolingual

ἱππηδόν (Α) ίππος
επίρρ.
1. σαν άλογο («ἱππηδὸν πλοκάμων», Αισχύλ.)
2. σαν ιππέας, σαν καβαλάρης, ιππαστί, καβάλα, καβαλικευτά.

Greek Monotonic

ἱππηδόν: (ἵππος), επίρρ.:
I. όπως το άλογο, σε Αισχύλ.
II. καθώς ο αναβάτης του αλόγου, σε Αριστοφ.