καλλιρρημοσύνη

From LSJ
Revision as of 23:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιρρημοσύνη Medium diacritics: καλλιρρημοσύνη Low diacritics: καλλιρρημοσύνη Capitals: ΚΑΛΛΙΡΡΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kallirrēmosýnē Transliteration B: kallirrēmosynē Transliteration C: kallirrimosyni Beta Code: kallirrhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A elegance of language, D.H.Th.23, Luc.JTr. 27.    II braggart language, Id.DDeor.21.2.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιρρημοσύνη: ἡ, γλαφυρότης γλώσσης, καλλιέπεια, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 23, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 27. ΙΙ. γλῶσσα ἀλαζονική, μεγαλορρημοσύνη, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 21. 2.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
parole facile, volubilité de parole.
Étymologie: καλλιρρήμων.

Greek Monolingual

καλλιρρημοσύνη, ἡ (Α) καλλιρρήμων
1. η κομψότητα του λόγου, η καλλιέπεια
2. η αλαζονική γλώσσα, η κομπορρημοσύνη.

Greek Monotonic

καλλιρρημοσύνη: ἡ,
I. γλαφυρότητα, κομψότητα γλώσσας, σε Λουκ.
II. αλαζονική γλώσσα, στον ίδ.