καταβάδην

From LSJ
Revision as of 23:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβάδην Medium diacritics: καταβάδην Low diacritics: καταβάδην Capitals: ΚΑΤΑΒΑΔΗΝ
Transliteration A: katabádēn Transliteration B: katabadēn Transliteration C: katavadin Beta Code: kataba/dhn

English (LSJ)

[βᾰ], Adv.

   A with one's feet down (coined as opp. to ἀναβάδην, q. v.), Ar.Ach.411.

German (Pape)

[Seite 1338] herabsteigend, abwärts, Ggstz von ἀναβάδην, wie Ar. Ach. 385 ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην.

Greek (Liddell-Scott)

καταβάδην: βᾰ, Ἐπιρρ., ὡς καταβαίνων, ἔχων τὸν πόδα κάτω, ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην, κάμνεις τὰ ποιήματά σου ἔχων τὸν ἕνα πόδα ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἐνῷ ἠδύνασο νὰ κάμνῃς αὐτὰ ἔχων αὐτὸν κάτω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 411, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. τ. 2. σ. 331, πρβλ. ἀναβάδην.

French (Bailly abrégé)

adv.
en descendant.
Étymologie: καταβαίνω.

Greek Monolingual

καταβάδην (Α)
επίρρ. κατεβαίνοντας, σαν να κατεβαίνεις, με τα πόδια προς τα κάτω, σε θέση ανθρώπου που κάθεται («ἀναβάδην ποιεῑς ἐξὸν καταβάδην;» — γράφεις τους στίχους σου αναποδογυρισμένος, με τα πόδια προς τα πάνω, ενώ είναι δυνατόν να τους γράφεις καθιστός, με τα πόδια προς τα κάτω; Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βάδην].

Greek Monotonic

καταβάδην: [βᾰ], επίρρ., κατηφορικά ή προς τα κάτω· πρβλ. ἀναβάδην.