καρποτόκος
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
(parox.), ον,
A bearing fruit, epith. of Demeter, v.l. in AP12.225 (Strat.), of Isis, APl.4.264: metaph., Ph.1.53.
German (Pape)
[Seite 1329] Frucht erzeugend; Δημήτηρ Strat. 67 (XII, 225); 'Ισις Ep. ad. 271 (Plan. 264); Philo.
Greek (Liddell-Scott)
καρποτόκος: -ον, καρποφόρος, Ἀνθ. Π. 12. 225, Φίλων 1. 53, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des fruits.
Étymologie: καρπός, τίκτω.
Greek Monolingual
καρποτόκος, -ον και ποιητ. τ. θηλ. καρποτόκεια (Α)
αυτός που παράγει καρπούς, ο καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο-τόκος, θεο-τόκος.
Greek Monotonic
καρποτόκος: -ον (τίκτω), καρποφόρος, σε Ανθ.