κενοφροσύνη

From LSJ
Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενοφροσύνη Medium diacritics: κενοφροσύνη Low diacritics: κενοφροσύνη Capitals: ΚΕΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kenophrosýnē Transliteration B: kenophrosynē Transliteration C: kenofrosyni Beta Code: kenofrosu/nh

English (LSJ)

and κενό-φρων, v. κενεοφρ-.

German (Pape)

[Seite 1417] ἡ, übler Sinn, leerer Wahn; Plut. Ages. 37; Phot. erkl. ματαιοφροσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

κενοφροσύνη: ἡ, κενότης νοῦ, κενόν, μάταιον φρόνημα, Τίμων 3. 2, Πλουτ. Ἀγησ. 37· «κενοφροσύνη· ματαιοφροσύνη» Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
frivolité d’esprit.
Étymologie: κενόφρων.

Greek Monolingual

κενοφροσύνη και κενεοφροσύνη, ἡ (Α) κενόφρων
κενότητα του νου, ανοησία, μωρία.

Greek Monotonic

κενοφροσύνη: ἡ, κενότητα, ρηχότητα μυαλού, σε Πλούτ.