κορδακισμός

From LSJ
Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκισμός Medium diacritics: κορδακισμός Low diacritics: κορδακισμός Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kordakismós Transliteration B: kordakismos Transliteration C: kordakismos Beta Code: kordakismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg.,

   A licentious dancing, D.2.18 (pl.), Nicopho 25, Chor. in Hermes 17.222 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκισμός: ὁ, τὸ ὀρχεῖσθαι τὸν κόρδακα, χορὸς ἀκόλαστος, Δημ. 23, 13, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 5· παρ’ Ἡσύχ., κορδάκισμα, τό· κορδακιστής, οῦ, ὁ, πιθαν. γραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264 ο.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
danse du κόρδαξ.
Étymologie: κορδακίζω.

Greek Monolingual

ο (Α κορδακισμός) κορδακίζω
κορδάκισμα, άσεμνος χορός, απρεπής κίνηση.

Greek Monotonic

κορδᾱκισμός: ὁ, ο χορός του κόρδακος, σε Δημ.