λόχμιος
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
ον,
A = λοχμαῖος, τράγος AP 6.32 (Agath.); τὰ λόχμια, = λόχμη, Ps.-Luc.Philopatr.10 (δόχμια codd.).
German (Pape)
[Seite 66] = λοχμαῖος, von den Bienen, Agath. 29 (VI, 32).
Greek (Liddell-Scott)
λόχμιος: -ον, = λοχμαῖος, τράγος Ἀνθ. Π. 6. 32· τὰ λόχμια = λόχμη, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 12, ἐξ εἰκασίας ἀντὶ δόχμια.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de taillis ; τὰ λόχμια les taillis.
Étymologie: λόχμη.
Greek Monolingual
λόχμιος, -ον (Α) λόχμη
1. λοχμαίος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λόχμια
η λόχμη.
Greek Monotonic
λόχμιος: -ον, = λοχμαῖος, σε Ανθ.