κυκεών
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, acc.
A κυκεῶνα Hp.Acut.39, Pl.R.408b, etc., shortd. κυκεῶ Od.10.290, 316, h.Cer.210, Eup.11.4 D., 12.6 D., Ep. acc. κυκειῶ Il.11.624, 641; Dor. κυκάν (q.v.): (κυκάω):—potion, posset, containing barleygroats, grated cheese, and Pramnian wine, Il.l.c.; also honey and magical drugs, Od.10.316, cf. 234 sq.; other ingredients, h.Cer.210, cf. Hp.l.c., Thphr.Char.4.1, etc.; κ. βληχωνίας Ar.Pax712; ὁ κ. διίσταται <μὴ> κινούμενος Heraclit.125, cf. Chrysipp.Stoic.2.269, M.Ant.9.39. II metaph., mixture, medley, Luc.Vit.Auct.14, Icar. 17.
German (Pape)
[Seite 1525] ῶνος, ὁ, acc. κυκεῶνα, Hippocr., Ar. Pax 712, Plat. u. sonst, von den Atticisten für hellenistisch erkl., u. κυκεῶ, Od., κυκειῶ, Il.; von κυκάω, Gemisch, Gemenge; bes. Mischtrank, aus Gerstengraupen, ἄλφιτα, geriebenem Ziegenkäse u. pramnischem Weine bereitet, als Stärkungsmittel, Il. 11, 624. 641; Kirke thut noch Honig dazu, Od. 10, 234. 290. 316, wo er auch σῖτος, nicht wie in der Il. πότος heißt; es war also ein ziemlich dicker Brei; H. h. Cer. 208 aus Gerstengraupen, Wasser u. Polei, γλήχων gemischt; dah. κυκεὼν βληχωνίας Ar. Pax 696. Eine Art Zaubertrank, Plat. Rep. III, 408 b. Von den Aerzten wird ein solcher Trank aus verschiedenen Kräutern bereitet und als Arznei gegeben, Medic. – Uebh. Verwirrung, Mischmasch; Luc. Icaromen. 17; ἔμπεδον οὐδέν, ἀλλά κως εἰς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Vit. auct. 14.
Greek (Liddell-Scott)
κῠκεών: -ῶνος, ὁ· αἰτιατ. κυκεῶνα (Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, Πλάτ. Πολ. 480Β, κτλ.), συντετμημένον, κυκεῶ, ὡς ἀείποτε ἐν τῇ Ὀδ. καὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλιάδι ἀείποτε Ἐπικ. αἰτ. κυκειῶ· (κυκάω). Μεμιγμένον τι ποτὸν συσκευαζόμενον δι’ ἀναμίξεως κριθίνου ἀλεύρου, τετριμμένου τυροῦ καὶ Πραμνείου οἴνου, Ἰλ. Λ. 624, 641· εἰς ἃ ἡ Κίρκη προσέθηκε μέλι καὶ μαγικὰ φάρμακα (φάρμακα λυγρά), Ὀδ. Κ. 234 κἑξ., πρβλ. 316. Ἡ σύστασις αὐτοῦ ἦτο οἵα καὶ ἡ τοῦ ἔτνους (πηκτῆς σούπας) ὡς δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ ἐκ τοῦ ὅτι καλεῖται σῖτος ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., καὶ ποτὸν ἐν τῇ Ἰλ.· ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 208, ὁ κυκεὼν ὁ δοθεὶς τῇ Δήμητρι περιεῖχεν ἄλφιτα, ὕδωρ καὶ γλήχωνα· οὕτω, κ. βληχωνίας Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· ― ἀκολούθως διάφοροι οὐσίαι ἐνεβάλλοντο εἰς τὸν κυκεῶνα, κυρίως πρὸς ἰατρικὴν χρῆσιν, καὶ διάφορα ὀνόματα ἐλάμβανεν ἑπομένως ὁ κυκεών, ἐπ’ οἴνῳ, ἐπὶ μέλιτι, ἐφ’ ὕδατι, κτλ., Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ., ἴδε Foës Oecon. ― Τὸ Λατ. ὄνομα ἦτο cinnus, Arnob. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ παντὸς μίγματος, σύμφυρμα, σύγκραμα, κυκεών, «ἀνακάτωμα», Λουκ. Βίων Πρᾶσις 14, Ἰκαρ. 17.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
acc. sg. -ῶνα, par sync. et contr. -ῶ :
1 breuvage composé, dans l’IL de farine, de fromage râpé et de vin de Pramnos (fondue ?!?!?!), postér. d’ingrédients divers;
2 fig. trouble, désordre, confusion.
Étymologie: κυκάω.
English (Autenrieth)
acc. κυκεῶ: a mixed drink, compounded of barley meal, grated cheese, and wine, Il. 11.624; Circe adds also honey, Od. 10.290, 234.
Greek Monotonic
κῠκεών: -ῶνος, ὁ, αιτ. κυκεῶνα, Επικ. συντετ. κυκεῶ και Επικ. κυκεῶ· (κυκάω)·
I. αναμεμειγμένο ποτό, φίλτρο, κούπα, κύπελο, φτιαγμένο από κριθάλευρο, τριμμένο τυρί και κρασί, σε Όμηρ.
II. μεταφ., λέγεται για κάθε μείγμα, σύγκραμα, ανακάτωμα, σε Λουκ.