Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μιαρόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐᾰρόγλωσσος Medium diacritics: μιαρόγλωσσος Low diacritics: μιαρόγλωσσος Capitals: ΜΙΑΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: miaróglōssos Transliteration B: miaroglōssos Transliteration C: miaroglossos Beta Code: miaro/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A foul-mouthed, AP7.377 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 182] mit schmutziger Zunge, schmähsüchtig, Eryc. 11 (VII, 377).

Greek (Liddell-Scott)

μιᾰρόγλωσσος: -όν, ὁ ἔχων μιαρὰν γλῶσσαν, αἰσχρολόγος, «βρωμόγλωσσος», Ἀνθ. Π. 7. 377.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au langage impur ou criminel.
Étymologie: μιαρός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

μιαρόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει μιαρή γλώσσα, αισχρολόγος, βρομόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό-γλωσσος].

Greek Monotonic

μιᾰρόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), βωμολόχος, χυδαιολόγος, σε Ανθ.