μιαρόγλωσσος
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
ον,
A foul-mouthed, AP7.377 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 182] mit schmutziger Zunge, schmähsüchtig, Eryc. 11 (VII, 377).
Greek (Liddell-Scott)
μιᾰρόγλωσσος: -όν, ὁ ἔχων μιαρὰν γλῶσσαν, αἰσχρολόγος, «βρωμόγλωσσος», Ἀνθ. Π. 7. 377.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au langage impur ou criminel.
Étymologie: μιαρός, γλῶσσα.
Greek Monolingual
μιαρόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει μιαρή γλώσσα, αισχρολόγος, βρομόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό-γλωσσος].
Greek Monotonic
μιᾰρόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), βωμολόχος, χυδαιολόγος, σε Ανθ.