μητρόθεν

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρόθεν Medium diacritics: μητρόθεν Low diacritics: μητρόθεν Capitals: ΜΗΤΡΟΘΕΝ
Transliteration A: mētróthen Transliteration B: mētrothen Transliteration C: mitrothen Beta Code: mhtro/qen

English (LSJ)

Dor. ματρόθεν (also μήτρο-θε Pi.I.3.17), Adv., (μήτηρ)

   A from the mother, by the mother's side, Id.O.7.24; καταλέξει ἑωυτὸν μ. Hdt. 1.173, cf. PMag.Par.1.316; τὰ μ. Κρῆσσα Hdt.7.99.    2 from one's mother, μ. δεδεγμένη A.Ch.750, cf. Ar.Ach.478.    3 from one's mother's womb, φυγόντα μ. σκότον A.Th.664, cf. Ch.607 (lyr.): with the force of a gen., ἦ ματρόθεν . . λέκτρ' ἐπλήσω; S.OC527 (lyr.).— Poet. word, used by Hdt., and in later Prose, Luc.Tox.51, Alex.11, Arch.Pap.2.444 (ii A.D.), D.C.49.23.

German (Pape)

[Seite 179] von der Mutter her, von Mutterseite; ματρόθεν Ἀστυδαμείας, Pind. Ol. 7, 24; τὰ μα τρόθεν, P. 2, 28; ὃν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη, Aesch. Ch. 739; φυγόντα μητρόθεν σκότον, Spt. 646; ἦ μητρόθεν δυσώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω, Soph. O. C. 531; Eur. Ion 672; Ar. Ach. 454; καταλέξει ἑωυτὸν μητρόθεν, Her. 1, 173; Sp., wie Luc. Alex. 11.

Greek (Liddell-Scott)

μητρόθεν: Δωρ. μᾱτρ-, ἐπίρρ. (μήτηρ) ἐκ μητρὸς, πρὸς μητρός, Πινδ. Ο. 7. 41· καταλέξει ἑαυτὸν μ. Ἡρόδ. 1. 173· οὕτω, τὰ μ. ὁ αὐτ. 7. 99. 2) ἐξ αὐτῆς τῆς μητρός, ἐκ χειρὸς τῆς μητρός, μητρ. δεδεγμένη Αἰσχύλ. Χο. 750, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 478. 3) ἐκ κοιλίας μητρός, μητρ. φυγὼν σκότον Αἰσχύλ. Θήβ. 664, πρβλ. Χο. 670. 4) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 527, ἦ ματρόθεν... λέκτρ’ ἐπλήσω; εἶναι μικρόν τι πλέον τῆς γεν. - Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Λουκ. Τίμ. 51.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de la mère, du côté de la mère;
2 du sein de sa mère;
3 de la main de sa mère.
Étymologie: μήτηρ, -θεν.

Greek Monolingual

μητρόθεν, δωρ. τ. ματρόθεν)
1. επίρρ. από την πλευρά της μητέρας («ματρόθεν Ἀστυδάμειας», Πίνδ.)
2. από τήν ίδια τη μητέρα ή από το μητρικό χέρι («ὅν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη», Αισχύλ.)
3. από την κοιλιά ή από τα σπλάγχνα της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + επιρρμ. κατάλ. -θεν, κατά το πατρό-θεν].

Greek Monotonic

μητρόθεν: (μήτηρ), Δωρ. μᾱτρ-, επίρρ.:
1. από τη μητέρα, από την πλευρά της μητέρας, σε Ηρόδ., Πίνδ.
2. από τη μητέρα κάποιου, από τα χέρια της μητέρας κάποιου, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
3. από τη μήτρα της μάνας κάποιου, σε Αισχύλ.