μελαγχολάω
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
A to be atrabilious, melancholy-mad, Ar. Av.14,Pl.12,366,903, Pl.Phdr.268e, D.48.56, Alex.211, Men.Sam. 218, Gal.1.500, etc.
German (Pape)
[Seite 118] schwarzgallig sein, an schwarzer Galle leiden, melancholisch sein, Ar. Av. 14 Plut. 12 u. öfter; rasen, ὦ μοχθηρὲ μελαγχολᾷς, Plat. Phaedr. 268 e; οὐ μόνον ἄδικος, ἀλλὰ καὶ μελαγχολᾶν δοκῶν, Dem. 48, 56; τοῖς κακοῖς, Luc. Tim. 8.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγχολάω: πάσχω ἐκ μελαγχολίας, εἶμαι παράφρων ἐκ μελαγχολίας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 14, Πλ. 12, 366, 903, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir la bile noire, l’humeur noire, être sombre ou triste.
Étymologie: μελάγχολος.
Greek Monotonic
μελαγχολάω: είμαι μελαγχολικός, σε Αριστοφ., Πλάτ.