μονόφρουρος

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόφρουρος Medium diacritics: μονόφρουρος Low diacritics: μονόφρουρος Capitals: ΜΟΝΟΦΡΟΥΡΟΣ
Transliteration A: monóphrouros Transliteration B: monophrouros Transliteration C: monofrouros Beta Code: mono/frouros

English (LSJ)

ον,

   A watching alone, γαίας μονόφρουρον ἕρκος A.Ag.257 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 206] allein bewachend, Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος, Aesch. Ag. 248.

Greek (Liddell-Scott)

μονόφρουρος: -ον, ὁ ἀγρυπνῶν μόνος, μόνος φύλαξ, φρουρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 257.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est seul gardien, seul défenseur.
Étymologie: μόνος, φρουρά.

Greek Monolingual

μονόφρουρος, -ον (Α)
αυτός που φρουρεί μόνος του, ο μόνος φύλακας («ὡς θέλει τόδ' ἄγχιστον Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + φρουρός.

Greek Monotonic

μονόφρουρος: -ον (φρουρά), αυτός που φυλάει σκοπιά μόνος του, μοναδικός φρουρός, σε Αισχύλ.