ὀξύφρων
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A acute, sagacious, E.Med.641 (lyr.) ; crafty, Ptol.Tetr.165.
German (Pape)
[Seite 355] ον, scharfsinnig, Eur. Med. 644.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν)= ὀξύθυμος, Εὐρ. Μήδ. 641.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit pénétrant.
Étymologie: ὀξύς, φρήν.
Greek Monolingual
ὀξύφρων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
1. οξύνους, έξυπνος
2. δόλιος, πανούργος, πονηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].