οὐδαμόσε
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
Adv. of οὐδαμός,
A = οὐδαμοῖ, Th.5.49, Pl.Phd.108a, 109a, D.43.74.
German (Pape)
[Seite 408] dem πόσε entsprechend, nirgends hin, nach keinem Orte hin; κληθῆναι, Plat. Phaed. 109 ai Soph. 250 c, öfter, u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδᾰμόσε: Ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός, = οὐδαμοῖ, Θουκ. 5. 49, Πλάτ. Φαίδων 108Α, 109Α, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
nulle part avec mouv.
Étymologie: οὐδαμός, -σε.
Greek Monolingual
οὐδαμόσε (Α)
επίρρ. σε κανένα μέρος, προς κανένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. μηδαμό-σε)].