Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Ὀρχομενός

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀρχομενός Medium diacritics: Ὀρχομενός Low diacritics: Ορχομενός Capitals: ΟΡΧΟΜΕΝΟΣ
Transliteration A: Orchomenós Transliteration B: Orchomenos Transliteration C: Orchomenos Beta Code: *)orxomeno/s

English (LSJ)

ὁ, also ἡ (Th.1.113, A.R.4.257), the name of several Greek cities, the most famous of which was Ὀρχομενὸς Μινύειος in Boeotia, Il.2.511, etc.:—Adj. Ὀρχομένιος, Hp.Ulc.7, Hdt.9.16, SIG 519.7 (Aegium, iii B. C.), Str.9.2.40 :—hence Ὀρχομενίζω,

   A side with the Orchomenians, Hellanic.81 J. (but perh. not Hellanic.).—The old Boeot. form was Ἐρχ-, and this is found in Inscrr. and on coins to the time of Alexander, SIG60 (v B. C.), IG7.3166, al., BMus.Cat.Coins Central Greece p.54: the Arcadian Orchomenians are similarly Ἐρχομένιοι SIG31.12 (Delph., v B. C.), Ἐρχομίνιοι IG5(2).343 (Orchom. Arc., iv B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

Ὀρχομενός: ὁ, καὶ ἡ (Θουκ. 1. 113, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 257), ὄνομα πολλῶν Ἑλλην. πόλεων, ὧν ἡ ὀνομαστοτάτη ἦτο Ὀρχομενὸς Μινύειος ἐν Βοιωτίᾳ, Ὅμηρ., κλ., πρβλ. Müller’s Orchom. u. die Minyer. Οἱ κάτοικοι ἐκαλοῦντο Ὀρχομένιοι, οἱ, Στράβ. 414· ἐντεῦθεν Ὀρχομενίζω, φρονῶ τὰ τῶν Ὀρχομενίων, Ἑλλάνικος 49. - Ὁ ἀρχαῖος Βοιωτικὸς τύπος ἦτο Ἐρχ-, οὗτος δὲ εὑρίσκεται ἐν ἐπιγραφαῖς καὶ ἐπὶ νομισμάτων μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Ἀλεξάνδρου Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 722, Keil Ἐπιγραφ. Βοιωτ. 1, Mionnet. Suppl 3, σ. 516.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
Orchomène;
1 ville de Béotie;
2 ville d’Arcadie.
Étym. myc. o-ko-me-no, d’orig. inc.

English (Autenrieth)

Orchomenus.—(1) Μινύειος, Minyian, a very ancient city on Lake Copāis in Boeotia, seat of the treasure-house of Minyas, Il. 2.511, Od. 11.284.—(2) a city in Arcadia, Il. 2.605.

English (Slater)

Ὀρχομενός v. Ἐρχομενός.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ Ὀρχομενός, Α και Ἐρχομενός)
ονομασία πόλης της Βοιωτίας και άλλων ελληνικών περιοχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχαιότερος τ. της λ. είναι Ἐρχομενός, από τον οποίο προήλθε το Ὀρχομενός, πιθ. με προληπτική αφομοίωση. Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στα τοπωνύμια ekomeno, okomeno. Η σύνδεση του τοπωνυμίου αυτού με τη λ. ὄρχος «σειρά αμπέλων ή δένδρων, κήπος» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο σημασιολογικές όσο και μορφολογικές, λόγω της παρουσίας αρκτικού -ε- αντί ο- στον αρχικό τ. Ἐρχομενός, καθώς και της απουσίας αρκτικού F- στους μυκηναϊκούς τ.].

Greek Monotonic

Ὀρχομενός: ὁ ή ἡ, όνομα διαφόρων ελληνικών πόλεων, μεταξύ των οποίων η διασημότερη είναι ο Ὀρχομενὸς Μινύειος στη Βοιωτία, σε Όμηρ.