παρακρεμάννυμι

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακρεμάννῡμι Medium diacritics: παρακρεμάννυμι Low diacritics: παρακρεμάννυμι Capitals: ΠΑΡΑΚΡΕΜΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: parakremánnymi Transliteration B: parakremannymi Transliteration C: parakremannymi Beta Code: parakrema/nnumi

English (LSJ)

   A hang beside, χεῖρα παρακρεμάσας letting the hand hang down, Il.13.597.

German (Pape)

[Seite 485] (s. κρεμάννυμι), daneben, daran hängen, hangen lassen, χεῖρα παρακρεμάσας, die Hand herabhangen lassend, Il. 13, 597; Pol. 5, 35, 10 nennt μέρη παρακρεμάμενα καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας, gleichsam Anhängsel, entferntere Theile.

French (Bailly abrégé)

ao. part. παρακρεμάσας;
laisser pendre auprès de ou à côté.
Étymologie: παρά, κρεμάννυμι.

Greek Monolingual

Α
κρεμώ προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].

Greek Monotonic

παρακρεμάννυμι: μέλ. -κρεμάσω, κρεμώ προς τα κάτω, χεῖρα παρακρεμάσας, κρεμώ το χέρι προς τα κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.