παραφορέω

From LSJ
Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφορέω Medium diacritics: παραφορέω Low diacritics: παραφορέω Capitals: ΠΑΡΑΦΟΡΕΩ
Transliteration A: paraphoréō Transliteration B: paraphoreō Transliteration C: paraforeo Beta Code: parafore/w

English (LSJ)

   A = παραφέρω, set before, τινί τι Ar.Eq.1215 :— Pass., Hdt.1.133.    2 Med., accumulate, Pl.Lg.858b.

German (Pape)

[Seite 506] = παραφέρω; ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, vorsetzen. Ar. Equ. 1215; παραφορέεται., Her. 1, 133; u. med., für sich zusammentragen, sammeln, παραφορήσασθαι χύδην, Plat. Legg. IX, 858 b.

Greek (Liddell-Scott)

παραφορέω: παραφέρω, φέρω καὶ θέτω ἐμπρός τινος, παρατίθημι, ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, «ὅλα εἰς ἐσένα τὰ ἔφερνα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1215. - Παθ., Ἡρόδ. 1, 133. 2) Μέσ., συλλέγω, συνάγω, Πλάτ. Νόμ. 858Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
apporter devant, τινι.
Étymologie: παρά, φορέω.

Greek Monotonic

παραφορέω: μέλ. -ήσω, = παραφέρω, τοποθετώ εμπρός, τί τινι, σε Αριστοφ. — Παθ., σε Ηρόδ.