περικάκησις

From LSJ
Revision as of 01:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικᾰκησις Medium diacritics: περικάκησις Low diacritics: περικάκησις Capitals: ΠΕΡΙΚΑΚΗΣΙΣ
Transliteration A: perikákēsis Transliteration B: perikakēsis Transliteration C: perikakisis Beta Code: perika/khsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A extreme ill-luck, Id.1.85.2, al.

German (Pape)

[Seite 578] ἡ, großes Unglück, Verzweiflung mitten im Unglück, Pol. 1, 85, 2. 15, 29, 10.

Greek (Liddell-Scott)

περικάκησις: -εως, ἡ, ἀπελπιστικὴ κατάστασις, Πολύβ. 1. 85. 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
découragement, désespoir.
Étymologie: περικακέω.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α περικακώ
πολύ μεγάλη δυστυχία, συμφορά, συσσώρευση δεινών, απελπιστική κατάσταση.

Greek Monotonic

περικάκησις: -εως, ἡ, υπερβολική ατυχία, σε Πολύβ.