περιστιχίζω
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
= περιστοιχιζω, A.Ag.1383.
German (Pape)
[Seite 594] in Reihen umherstellen, wie περιστοιχίζω, ἄπειρον ἀμφίβληστρον, ὥςπερ ἰχθύων, περιστιχίζω, Aesch. Ag. 1356.
Greek (Liddell-Scott)
περιστῐχίζω: περιστοιχίζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1383.
French (Bailly abrégé)
c. περιστοιχίζω.
Greek Monolingual
Α
περιστοιχίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. περι- + στίχος «σειρά, γραμμή»].