προδιαλέγομαι

From LSJ
Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

German (Pape)

[Seite 715] (s. λέγω), vorher mit Einem sprechen; βούλομαι προδιαλεχθῆναι περὶ ἐμαυτοῦ, Isocr. 12, 6; Plut. Fab. 22.

French (Bailly abrégé)

s’entretenir auparavant, parler préalablement : περί τινος de qch.
Étymologie: πρό, διαλέγομαι.

Greek Monotonic

προδιαλέγομαι: Μέσ., με Παθ. αόρ. αʹ, μιλώ ή συζητώ από πριν, σε Ισοκρ.